Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νυμφαία στη Μικρά Ασία

Συγγραφή : Αριστοδήμου Γεωργία (26/2/2003)

Για παραπομπή: Αριστοδήμου Γεωργία, «Νυμφαία στη Μικρά Ασία», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5589>

Νυμφαία στη Μικρά Ασία (21/4/2008 v.1) Nymphaea in Asia Minor (10/12/2008 v.1) 
 

1. Εισαγωγή

Στα πρώιμα χρόνια ο όρος «νυμφαίον» (nymphaeum, nympheum, nimphium) σήμαινε γενικότερα τον ιερό χώρο όπου τελούνταν η λατρεία των νυμφών, ειδικότερα δε δήλωνε ένα σπήλαιο που θεωρούνταν ενδιαίτημα των νυμφών.1 Σε πρώτη φάση τα φυσικά σπήλαια άρχισαν να αντικαθίστανται από τεχνητά διαμορφωμένους χώρους που ωστόσο θύμιζαν και μιμούνταν ξεκάθαρα τα φυσικά σπήλαια. Το επόμενο βήμα φαίνεται από τις γραπτές πηγές ότι έγινε γύρω στον 3ο αι. π.Χ., οπότε και οι κρήνες δε θύμιζαν πλέον σπήλαια.2

Aντιλαμβάνεται κανείς ότι, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ., η λέξη νυμφαίον έχει κατά κύριο λόγο θρησκευτική σημασία. Μόνο από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. και έπειτα, χρησιμοποιείται για κτίσματα που σχετίζονται με το νερό και δεν είναι υποχρεωτικά αφιερωμένα στις νύμφες. Ο όρος αρχίζει να φθείρεται καθώς χρησιμοποιείται για οικοδομήματα «λαϊκά», και η σχέση του με τις νύμφες περιορίζεται στη διακόσμηση με αγάλματα νυμφών, αν και πολλές φορές ακόμα κι αυτά απουσιάζουν.3

Ως όρος το νυμφαίον καταλήγει να χαρακτηρίζει κρηναία οικοδομήματα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αισθητικής, που δεν έχουν πια λατρευτικό-ιερό χαρακτήρα αλλά ξεχωρίζουν από τον πλούτο της διακόσμησής τους. Θα λέγαμε ότι ο λειτουργικός ρόλος τους υπερίσχυσε της θρησκευτικής σημασίας τους. Παρ’ όλα αυτά το γεγονός ότι ανεγείρονται υπό την αιγίδα του αυτοκράτορα, ή αφιερώνονται σ’ αυτόν, καθώς και η σχέση των νυμφαίων με το νερό, την πηγή της ζωής, τους προσέδιδε θρησκευτική αξία.

Η απομάκρυνση του χαρακτήρα τους από τη λατρεία των νυμφών φαίνεται και από το ότι τα μεγαλοπρεπή νυμφαία των μεγάλων πόλεων συχνά χρησιμοποιούνται από τους πλούσιους πολίτες ως μέσο για τη δημόσια προβολή τους και την προώθηση των φιλόδοξων σχεδίων τους. Χρηματοδοτώντας την κατασκευή ενός νυμφαίου, καθόριζαν και το εικονογραφικό πρόγραμμα του διακόσμου του. Με αυτό τον τρόπο αποκτούσαν τη δυνατότητα να απεικονιστούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους σε ένα δημόσιο οικοδόμημα, πολύ συχνά δίπλα στις μορφές του αυτοκράτορα και των αυτοκρατορικών μελών.4

2. Κρήνες και νυμφαία στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ.

Στον ελλαδικό χώρο και τη Μικρά Ασία αναδεικνύονται κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους τα μνημεία που σχετίζονται με το νερό. Την παράδοση της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης των πηγών, που θεωρούνται ιεροί τόποι και περιβάλλονται από μία αύρα σεβασμού προς τους προγόνους, ακολουθεί η τάση να περιληφθούν αυτού του είδους τα μνημεία στον ιστό της πόλης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι στοές στους δρόμους, τα τόξα, τα τετράπυλα, οι μνημειακές κρήνες και τα νυμφαία αποκτούν λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια χωρίς προηγούμενο.5

Ο όρος νυμφαίον χρησιμοποιείται συμβατικά από τους αρχαιολόγους για κατασκευές στην πραγματικότητα πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Τα κοινά τους στοιχεία είναι η μνημειακότητα και η λειτουργία τους ως φορέων ενός εικονογραφικού προγράμματος λιγότερο ή περισσότερο επίσημου.6 Πρόκειται για δημόσια κτίσματα, που παρατηρούνται κατά κύριο λόγο εντός των ορίων της πόλης, και μάλιστα στην αρχή ή κατά την πορεία των αγωγών του υδρευτικού συστήματος.

Το πρώτο μνημειώδες κρηναίο οικοδόμημα που αναφέρεται επίσημα ως νυμφαίον βρίσκεται στη Συρία, στη Σωάδα Διονυσιάδος (σημ. es-Sûwêda), και είναι ανάθημα του Τραϊανού (98-117 μ.Χ.).7 Φαίνεται ότι μέχρι και το 2ο αιώνα μ.Χ. ο όρος νυμφαίον ήταν σε χρήση κυρίως στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, όπου, μάλιστα, ήταν στενά συνδεδεμένος με τη λατρεία των νυμφών.8

3. Τα νυμφαία στο ρωμαϊκό κόσμο

Η αρχιτεκτονική διαμόρφωση των νυμφαίων στο ρωμαϊκό κόσμο παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία και μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως εξής:9

1. Νυμφαία-σπηλιές (crypta, spelunca, caverna):10 Κρηναίες κατασκευές που θυμίζουν φυσικό σπήλαιο (specus) και δε φέρουν ιδιαίτερο διάκοσμο. Είναι μονόχωρες και αψιδωτές κατασκευές.

2. Νυμφαία βασιλικά: Αποτελούνται από μία ορθογώνια αίθουσα, στεγάζονται με ημικυκλική καμάρα και απολήγουν σε αψίδα. Το σύνολο είναι συνήθως υπόγειο ή ημιυπόγειο και δίνει την αίσθηση σπηλιάς.

3. Βαθμιδωτοί καταρράκτες:11 Στον τοίχο μιας αίθουσας, σε κάποια αψίδα, υπάρχουν αναβαθμοί σε ημικυκλική διάταξη, πάνω στους οποίους πέφτει το νερό σε συνεχή ροή και σε ποσότητα. Αυτό το βαθμιδωτό σιντριβάνι χαρακτηρίζεται ως θέατρο νερού.

4. Νυμφαία με θεατρική πρόσοψη:12 Διακοσμούνται όπως η scaena frons ενός θεάτρου. Διαρθρώνονται σε περισσότερους του ενός ορόφους και ο τοίχος της πρόσοψής τους κοσμείται με κίονες που σχηματίζουν κόγχες και ναΐσκους (aediculae), όπου είναι τοποθετημένα αγάλματα. Τα νυμφαία αυτού του είδους χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη 2 δεξαμενών: μία δεξαμενή συγκέντρωσης νερού σε υψηλότερο επίπεδο και μία δεύτερη δεξαμενή άντλησης νερού που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο. Παρουσιάζονται οι εξής παραλλαγές:

α) Νυμφαία σιγμοειδούς σχήματος:13 Νυμφαίο σε μορφή εξέδρας. Το σχήμα της εξέδρας είναι ανάμνηση του σπηλαίου απ’ όπου πηγάζει το ιερό νερό και, στα χρόνια των Αντωνίνων (138-192), συνηθίζεται να κατασκευάζεται εντός του πολεοδομικού ιστού της πόλης ή μέσα σε ιερά.14 Πρόκειται για ημικυκλική εσοχή που ανοίγεται στον τοίχο των οικοδομημάτων, πλαισιώνεται από πτέρυγες ορθογώνιας κάτοψης και λειτουργεί ως δεξαμενή συγκέντρωσης νερού. Απαντάται και στην Αφρική, τη Συρία και την Παλαιστίνη (π.χ. Leptis Magna, Tipasa, Bosra, Amman, Λαοδίκεια Λύκου, Γέρασα). Μπροστά από αυτή σε πολλά παραδείγματα αναπτύσσεται μια άλλη δεξαμενή άντλησης, λ.χ. στο νυμφαίο του Ηρώδου Αττικού στην Ολυμπία.15 Αυτό το νυμφαίο συνήθως στεγάζεται με καμάρα (σε ανάμνηση των νυμφαίων στα σπήλαια).

β) Νυμφαία με ευθύγραμμη επιμήκη πρόσοψη:16 Το σχήμα παρομοιάζεται με προσόψεις θεάτρων, λ.χ. της Εφέσου ή της Ασπένδου. Το νυμφαίο αυτής της μορφής έχει προβολές στις άκρες και κοσμείται με κιονοστοιχίες, συχνά σε περισσότερους του ενός ορόφους. Σε πολλές από τις περιπτώσεις στον πίσω τοίχο ανοίγονται ημικυκλικές κόγχες, όπου συγκεντρώνεται το νερό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα νυμφαία της Μιλήτου, της Ασπένδου, της Κρήμνας και της Σαγαλασσού.17

γ) Νυμφαία με κόγχες (αψίδες):18 Συνήθως τρεις τοποθετημένες στον ίδιο κατά μήκος άξονα, όπως συμβαίνει και στις προσόψεις των θεάτρων, λ.χ. στα Βόστρα της Συρίας. Αποτελούν εξέλιξη του νυμφαίου σιγμοειδούς σχήματος και πρόκειται για πολυώροφα κτίσματα με εξαιρετική μνημειακότητα, λ.χ. τα νυμφαία της Σίδης και της Πέργης.

Αυτό το αρχιτεκτονικό είδος, που είναι τόσο διαδεδομένο κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους, απαντάται πιο πολύ στις επαρχίες παρά στη Ρώμη. Μάλιστα κατά περιόδους και ανάλογα με την περιοχή διαμορφώνονται ιδιαίτερες προτιμήσεις και επιμέρους αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.19

4. Νυμφαία στη Μικρά Ασία

Τα νυμφαία στο χώρο της Αφρικής και της Ασίας ακολουθούν τον τύπο της θεατρικής πρόσοψης.20 Η τάση της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης του τμήματος πίσω από τη δεξαμενή με κίονες, κόγχες και ναΐσκους και η τάση προς δημιουργία της αίσθησης του βάθους παρατηρείται από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Βρίσκει τη βασική της έκφραση στις μνημειακές προσόψεις των θεάτρων της Μικράς Ασίας στα χρόνια των Σεβήρων (193-235 μ.Χ.) και συνεχίζει στα πολυτελή νυμφαία του ίδιου γεωγραφικού χώρου, λ.χ. της Ασπένδου. Τα μεγάλα πολιτικά και διοικητικά κέντρα, η Έφεσος, η Μίλητος, η Άσπενδος, η Ιεράπολις, η Σίδη, η Πέργη, κοσμούνται με πολυτελή και εντυπωσιακά νυμφαία τα οποία εντάσσονται στη «μεγάλη αστική αρχιτεκτονική».21

Η Μικρά Ασία κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. είναι γεμάτη από αυτά τα κτίσματα. Τα αντίστοιχα στην Ιταλία είναι παλαιότερα και δεν εξελίσσονται πλέον. Οι πιο πλήρεις μορφές των νυμφαίων που συγγενεύουν με τις scaenae frontes συγκεντρώνονται στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Ίσως η ελληνιστική παράδοση που είναι ακόμα ζωντανή σε αυτό το τμήμα της αυτοκρατορίας, καθώς και η αλματώδης ανάπτυξη των περιοχών στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, ευνόησε από τα χρόνια των Αντωνίνων (138-192 μ.Χ.) τη χωρίς προηγούμενο μνημειώδη ανάπτυξη των τεχνών.22

H μελέτη κάποιων μνημειακών κρηνών της Μικράς Ασίας οδήγησε στο συσχετισμό με τις προσόψεις θεάτρων. Σύμφωνα με το Μαλάλα,23 ο Αδριανός κατασκεύασε στη Δάφνη (προάστιο της Αντιόχειας στον Ορόντη) το «θέατρο των Πηγών», για το οποίο όμως δε γνωρίζουμε αν επρόκειτο για ανεξάρτητο νυμφαίο ή για θεατρική σκηνή. Επίσης στο θέατρο της Αντιόχειας στον Ορόντη κατασκευάστηκε το νυμφαίο του προσκηνίου. Στην Πέργη της Παμφυλίας βρέθηκε νυμφαίο αξιόλογων διαστάσεων, που, όπως δείχνουν τα υπάρχοντα στο χώρο αρχιτεκτονικά μέλη, λειτουργούσε ως εξωτερικό στήριγμα της σκηνής του θεάτρου.24 Η πρωταρχική λειτουργία του νυμφαίου της Πέργης, που χρονολογείται στα τέλη του 2ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα, φαίνεται πάντως να είναι αυτή του στηρίγματος.

Μια παρόμοια κατασκευή με το νυμφαίο της Πέργης απαντάται και στο Νυμφαίο της Σίδης,25 που χρονικά ανήκει στην εποχή των Αντωνίνων (138-192 μ.Χ.).26 Το νυμφαίο της Σίδης θυμίζει το septizonium27του Σεπτίμιου Σεβήρου στη Ρώμη. Στον τοίχο της πρόσοψης ανοίγονται 3 μεγάλες ημικυκλικές εξέδρες. Όλη η πρόσοψη έχει θριγκούς πλούσια διακοσμημένους, οι οποίοι στηρίζονται σε τριώροφες κιονοστοιχίες. Στο συγκεκριμένο οικοδόμημα συνδυάζονται όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που απαρτίζουν ένα νυμφαίο. Πιθανότατα πρόκειται για την εξέλιξη των σχημάτων που χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική των κρηναίων οικοδομημάτων ήδη από τους Ελληνιστικούς χρόνους, τα οποία με το πέρασμα του χρόνου συσχετίζονται με χαρακτηριστικά στοιχεία και άλλων αρχιτεκτονικών τύπων.

Το νυμφαίο της Μιλήτου28 χρονολογείται περίπου το 79-81 μ.Χ. Η κάτοψή του είναι σε σχήμα Π και περικλείει τη δεξαμενή συγκέντρωσης και άντλησης νερού. Είναι τριώροφο στο κέντρο και διώροφο στις άκρες. Σε όλο το μήκος της πρόσοψης υπάρχει κιονοστοιχία, μονή στο κέντρο, διπλή στις άκρες. Η σημασία του μνημείου υπογραμμίζεται από το κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του διακόσμησης, τους ναΐσκους. Κόγχες ημικυκλικές και ορθογώνιες ανοίγονται στον τοίχο της πρόσοψης σε εναλλαγή. Μπροστά ή μέσα σ’ αυτές ήταν τοποθετημένα αγάλματα. Ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος αυτού του μνημείου θυμίζει αναμφίβολα τις προσόψεις των θεάτρων της Μικράς Ασίας και παρουσιάζει την ίδια έλλειψη βάθους που παρατηρείται και σε αυτά.29 Άμεση σύγκριση γίνεται με το θέατρο της Εφέσου και της Ασπένδου, εφόσον και τα τρία μνημεία διαπνέονται από τον έντονο διακοσμητικό χαρακτήρα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Εντούτοις στο νυμφαίο της Μιλήτου αυτή η εναλλαγή κογχών και ναΐσκων δίνει πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα.30 Η αντιπαραβολή ανάμεσα σε μια πρόσοψη νυμφαίου και μια πρόσοψη σκηνής εμφανίζεται και στην Άσπενδο, ανάμεσα στο θέατρο και το νυμφαίο της πόλης, που χρονικά ανήκουν στο 2ο αιώνα μ.Χ. Τα διακοσμητικά στοιχεία της πρόσοψης είναι τα ίδια: οι ναΐσκοι, τα προστώα, οι κόγχες, ο θλαστός θριγκός και το τριγωνικό αέτωμα στο κέντρο.

1. Ginouvès, R. et al., Dictionnaire méthodique de l’architecture grècque et romaine 3: Espaces architecturaux, bâtiments et ensembles (Roma 1998), σελ. 96, σημ. 66· Settis, S. “'Esedra' e 'ninfeo' nella terminologia architettonica del mondo romano. Dall'età repubblicana alla tarda antichità”, στο Temporini, H. (επιμ.), ANRW I.1.4 (Berlin – New York 1973), σελ. 705, όπου αναφέρεται ότι η λέξη «νυμφαίον» χρησιμοποιείται μέχρι και τον 1ο αιώνα μ.Χ. κατά κύριο λόγο για να υποδηλώσει τα ιερά σπήλαια καθώς και τους ιερούς χώρους που ήταν αφιερωμένοι στις νύμφες. Βλ. και Letzner, W., Römische Brunnen und Nymphaea in der westlichen Reichshälfte (Münster 1990), σελ. 53, σημ. 240. Ο Frontinus αγνοεί τελείως το συγκεκριμένο όρο στο έργο του De acquaeductu urbis Romae (τέλη 1ου αιώνα μ.Χ.), ενώ, όταν θέλει να μιλήσει για μνημειώδεις κρήνες, χρησιμοποιεί τη λέξη munus. Όμως άλλες γραπτές πηγές του 1ου αιώνα μ.Χ. γνωρίζουν τον όρο και τον χρησιμοποιούν. Ο Pomponius Mela (II, 3) χαρακτηρίζει νυμφαίον μια σπηλιά (specus) αφιερωμένη στις νύμφες.

2. Letzner, W., Römische Brunnen und Nymphaea in der westlichen Reichshälfte (Münster 1990), σελ. 54.

3. Settis, S. “'Esedra' e 'ninfeo' nella terminologia architettonica del mondo romano. Dall'età repubblicana alla tarda antichità”, στο Temporini, H. (επιμ.), ANRW I.1.4 (Berlin – New York 1973), σελ. 739.

4. Settis, S. “'Esedra' e 'ninfeo' nella terminologia architettonica del mondo romano. Dall'età repubblicana alla tarda antichità”, στο Temporini, H. (επιμ.), ANRW I.1.4 (Berlin – New York 1973), σελ. 739.

5. Walker, S., “Roman nymphaea in the Greek world”, στο Macready, S. – Thompson, F.H. (επιμ.), Roman architecture in the Greek world, The Society of Antiquaries, Occasional Paper n.s. 10 (London 1987), σελ. 69. Επίσης Leveau, P. – Paillet, J.L., L’Alimentation en eau de Caesarea de Maurétanie et l’acqueduc de Cherchell (Paris 1976), σελ. 15-20· Shaw, B., “Water and Society in the ancient Maghrib: technology, property and development”, Antiquites Africaines 20 (1984), σελ. 121-173· Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les Monuments Publics (Paris 1996), σελ. 424.

6. ΕΑΑ V (1963), σελ. 505, βλ. λ. Ninfei e Fontane (S. Meschini)· Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les Monuments Publics (Paris 1996), σελ. 419.

7. Settis, S. “'Esedra' e 'ninfeo' nella terminologia architettonica del mondo romano. Dall'età repubblicana alla tarda antichità”, στο Temporini, H. (επιμ.), ANRW I.1.4 (Berlin – New York 1973), σελ. 708, 738· Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les Monuments Publics (Paris 1996), σελ. 419.

8. Στις περιοχές Σωάδα Συρίας, Άργος στην επαρχία της Αχαΐας, Augusta Traiana στην επαρχία της Θράκης, Γόρτυνα στην Κρήτη. Settis, S. “'Esedra' e 'ninfeo' nella terminologia architettonica del mondo romano. Dall'eta repubblicana alla tarda antichita”, στο Temporini, H. (επιμ.), ANRW I.1.4 (Berlin – New York 1973), σελ. 738.

9. Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les monuments publics (Paris 1996), σελ. 420.

10. Ginouvès, R. et al., Dictionnaire méthodique de l’architecture grècque et romaine 3: Espaces architecturaux, bâtiments et ensembles (Roma 1998), σελ. 97· Settis, S. “'Esedra' e 'ninfeo' nella terminologia architettonica del mondo romano. Dall'eta repubblicana alla tarda antichita”, στο Temporini, H. (επιμ.), ANRW I.1.4 (Berlin – New York 1973), σελ. 705 κ.ε., όπου αναφέρεται ότι η καλύτερη περιγραφή του νυμφαίου-σπηλαίου στην αρχαία γραμματεία προέρχεται από το ποιμενικό ειδύλλιο του Δάφνιδος και της Χλόης.

11. Ginouvès, R. et al., Dictionnaire méthodique de l’architecture grècque et romaine 3: Espaces architecturaux, bâtiments et ensembles (Roma 1998), σελ. 98.

12. Χρησιμοποιείται και ο όρος θέατρο-νυμφαίο, βλ. Ginouvès, R. et al., Dictionnaire méthodique de l’architecture grècque et romaine 3: Espaces architecturaux, bâtiments et ensembles (Roma 1998), σελ. 98, σημ. 78-79.

13. Ginouvès, R. et al, Dictionnaire méthodique de l’architecture grècque et romaine 3: Espaces architecturaux, bâtiments et ensembles (Roma 1998), σελ. 98, σημ. 84-88.

14. Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les monuments publics (Paris 1996), σελ. 425. Αναφέρουμε ενδεικτικά το νυμφαίο στην Αγορά της Αθήνας, το οποίο κατασκεύασε ο Αδριανός το 140 μ.Χ., και το μεγαλειώδες νυμφαίο του Ηρώδου Αττικού στην Ολυμπία το 153, το οποίο αποτελείται από μία ημικυκλική εξέδρα που στις δύο άκρες της ορίζεται από δύο θόλους και κοσμείται με αγάλματα του Ηρώδου Αττικού και της οικογένειάς του. Θυμίζει αρχιτεκτονικά διακοσμητικά θέματα του Β΄ Πομπηιανού Στυλ στη ζωγραφική. Στον ίδιο τύπο φαίνεται πως ανήκουν οι μετασκευές της κρήνης Πειρήνης της Κορίνθου. ΕΑΑ V (1963), σελ. 505, βλ. λ. “Ninfei e Fontane” (S. Meschini).

15. Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les monuments publics (Paris 1996), σελ. 427, 430.

16. Ginouvès, R., et al, Dictionnaire méthodique de l’architecture grècque et romaine 3: Espaces architecturaux, bâtiments et ensembles (Roma 1998), σελ. 99, σημ. 90-91.

17. Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les monuments publics (Paris 1996), σελ. 427, 430.

18. Ginouvès, R., et al, Dictionnaire méthodique de l’architecture grècque et romaine 3: Espaces architecturaux, bâtiments et ensembles (Roma 1998), σελ. 99, σημ. 92-96.

19. Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les monuments publics (Paris 1996), σελ. 420· ΕΑΑ V (1963), σελ. 505, αρ. 508, βλ. λ. “Ninfei e Fontane” (S. Meschini).

20. ΕΑΑ V (1963), σελ. 505, αρ. 510, βλ. λ. “Ninfei e Fontane” (S. Meschini).

21. Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les monuments publics (Paris 1996), σελ. 428.

22. Gros, P., L'architecture romaine: du début du IIIe siècle av. J.-C. à la fin du Haut-Empire 1: Les monuments publics (Paris 1996), σελ. 428.

23. Μαλάλ. Ι. 276.

24. De Bernardi Ferrero, D., Teatri Classici in Asia Minore III (1969), σελ. 153, 155· Parra, M.C., “Per la definizione del rapporto fra teatri e ninfei”, StClOr 25 (1976), σελ. 95, σημ. 24, εικ. 2.

25. Parra, M.C., “Per la definizione del rapporto fra teatri e ninfei”, StClOr 25 (1976), σελ. 89-118, ιδ. σελ. 96, εικ. 3.

26. Parra, M.C., “Per la definizione del rapporto fra teatri e ninfei”, StClOr 25 (1976), σελ. 89-118, ιδ. σελ. 96, σημ. 28· Mansel, A.M., Die Ruinen von Side (Berlin 1963), σελ. 53-76.

27. Δημόσια κρήνη ή πύργος δεξαμενής νερού, σε μίμηση του αρχαίου septizonium της Ρώμης, αλλά με σαφώς μικρότερες διαστάσεις. Το όνομα προέρχεται πιθανότατα από το διάκοσμό του, καθώς κοσμείται (μεταξύ άλλων) με 7 αγάλματα θεών που αντιστοιχούν σε 7 πλανήτες, λ.χ. Κρόνος, Δίας, Άρης, Ήλιος, Αφροδίτη, Ερμής, Σελήνη. Παραδίδονται διάφορες εκδοχές της ονομασίας ανάλογα με την προτιμώμενη ετυμολογική αναγωγή. Tο πιο γνωστό septizonium είναι του Σεπτίμιου Σεβήρου στον Παλατίνο λόφο στη Ρώμη.

28. Parra, M.C., “Per la definizione del rapporto fra teatri e ninfei”, StClOr 25 (1976), σελ. 89-118, ιδ. σελ. 103, σημ. 47, εικ. 8.

29. Parra, M.C., “Per la definizione del rapporto fra teatri e ninfei”, StClOr 25 (1976), σελ. 89-118, ιδ. σελ. 104.

30. Χαρακτηριστική ομοιότητα υπάρχει και με την πρόσοψη της Βιβλιοθήκης του Κέλσου στην Έφεσο, Parra, M.C., “Per la definizione del rapporto fra teatri e ninfei”, StClOr 25 (1976), σελ. 104, σημ. 50.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>