Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Κνίδος (Αρχαιότητα)

Συγγραφή : Μεχτίδης Πέτρος , Παλαιοθόδωρος Δημήτρης (28/3/2006)

Για παραπομπή: Μεχτίδης Πέτρος, Παλαιοθόδωρος Δημήτρης, «Κνίδος (Αρχαιότητα)», 2006,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4865>

Κνίδος (Αρχαιότητα) (9/11/2006 v.1) Cnidus (Antiquity) (10/11/2006 v.1) 
 

1. Γεωγραφική θέση

Η Κνίδος είναι πόλη της Καρίας, στη νοτιοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας, απέναντι από τις νήσους Νίσυρο και Κω. Βρίσκεται σε γεωγραφικό μήκος 27°20΄ και σε γεωγραφικό πλάτος 36°45΄.

2. Ιστορία της πόλης

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Κνίδος ιδρύθηκε από τους Λακεδαιμονίους, ενώ ο Στράβων την αποκαλεί κτήση των Μεγαρέων.1 Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρεται σε έναν πρωιμότερο αποικισμό της παρακείμενης χερσονήσου της Τριοπίας με επικεφαλής τον Τρίοπα, τον πατέρα του Πελασγού, που ανάγεται στο 12ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με τον Ησύχιο, οι πρώτοι άποικοι που έφθασαν στη Ρόδο και στην Κνίδο ονομάστηκαν Λιμοδωριείς, λόγω της σιτοδείας που είχε ξεσπάσει στην Πελοπόννησο.2 Στις ανασκαφές που διεξήχθησαν το 1968 ανακαλύφθηκαν κάποια μυκηναϊκού τύπου όστρακα, αλλά δεν υπάρχουν περαιτέρω ενδείξεις για την ύπαρξη μυκηναϊκού οικισμού στην περιοχή.3 Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες στη χερσόνησο της Κνιδίας ανάγονται στον 7ο αι. π.Χ. και αποτελούνται κατά κύριο λόγο από κεραμική υψηλής ποιότητας του λεγόμενου «ύστερου ρυθμού των Αιγάγρων».4

Η Κνίδος ανήκε στη Δωρική εξάπολη (μαζί με την Κω και την Αλικαρνασσό, καθώς και τις τρεις πόλεις της Ρόδου, την Ιαλυσό, την Κάμειρο και τη Λίνδο), η οποία έδρευε στο ιερό του Τριοπίου Απόλλωνος στη χερσόνησο της Κνίδου, στην επικράτεια της πόλης (την Κνιδίη). Η δωρική αυτή συνομοσπονδία κάθε τέσσερα χρόνια οργάνωνε αγώνες στην επικράτεια της Κνίδου.5 Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., η Κνίδος ήταν μία από τις πόλεις της Μικράς Ασίας οι οποίες πήραν μέρος στην ανέγερση του Ελληνίου στη Ναύκρατη.6 Το 580 π.Χ. περίπου, Κνίδος και Ρόδος αποίκησαν τις Λιπαρές Νήσους στα ΒΔ της Σικελίας.7 Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., η Κνίδος έχτισε έναν αξιόλογο θησαυρό στους Δελφούς, ένα από τα πρωιμότερα μαρμάρινα κτήρια.8 Γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., οι Κνίδιοι έσωσαν 300 νεαρούς Κερκυραίους που οι Κορίνθιοι είχαν στείλει στον Αλυάττη για να τους ευνουχίσει, ως τιμωρία για τη δολοφονία του Περιάνδρου στην Κέρκυρα.9 Σε αδιευκρίνιστη περίοδο, η Κνίδος, μαζί με την Κέρκυρα, ίδρυσαν την Κέρκυρα Μέλαινα στην Αδριατική.10 Η περίοδος αυτή σηματοδοτεί τη μέγιστη ακμή της πόλης.

Μετά το 546 π.Χ., η πόλη καταλήφθηκε από τους Πέρσες υπό το Μήδο στρατηγό Άρπαγο. Οι Κλαζομένιοι επιχείρησαν να αποκόψουν τη χερσόνησο με τη δημιουργία διώρυγας, αλλά απέτυχαν από θεϊκή παρέμβαση, όπως αναφέρει διεξοδικά ο Ηρόδοτος.11

Από το 478 π.Χ. η Κνίδος ήταν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας.12 Το 468 π.Χ. ο Κίμων είχε ως βάση την Κνίδο και το γειτονικό Τριόπιον, προτού αποπλεύσει για τη νικηφόρα ναυμαχία στον Ευρυμέδοντα ποταμό.13 Την ίδια περίοδο, οι Κνίδιοι έχτισαν την περίφημη «Λέσχη» στους Δελφούς, που την κοσμούσαν ζωγραφικά έργα του σπουδαίου Πολυγνώτου.14 Στους Δελφούς είχαν αφιερώσει και ένα σύμπλεγμα που απεικόνιζε το μυθικό οικιστή Τρίοπα όρθιο δίπλα σε άλογο, μαζί με την Απολλώνια τριάδα να τοξεύει το γίγαντα Τιτυό.15 Κατά τη διάρκεια του Ιωνικού πολέμου (412-405 π.Χ.), οι Κνίδιοι, με τη βοήθεια του σατράπη της Ιωνίας Τισσαφέρνη, αποστάτησαν από την Αθηναϊκή Συμμαχία (412 π.Χ.).16 Αρχικά στην πόλη εγκαταστάθηκε φρουρά Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι κατέλαβαν προσωρινά την πόλη το 412 π.Χ., συλλαμβάνοντας τα έξι πλοία που τη φρουρούσαν και άλλα έξι που οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αφήσει στο ακρωτήριο Τριόπιον, αλλά απέτυχαν να την κρατήσουν για πολύ.17 Αργότερα, η Κνίδος αποτέλεσε θέατρο κινήσεων του σπαρτιατικού στόλου, που τη χρησιμοποιούσε ως προκεχωρημένη βάση κατά της Σάμου, έδρας του αθηναϊκού στόλου.18 Αργότερα όμως ο Τισσαφέρνης εγκατέστησε περσική φρουρά, έχοντας τον ανομολόγητο σκοπό να ανακαταλάβει το σύνολο της Καρίας.19 Στη μάχη των Αιγός Ποταμών (405 π.Χ.), οι Κνίδιοι ήταν σύμμαχοι του Λυσάνδρου. Στους Δελφούς, το μνημείο που τιμούσε τη νίκη του Λυσάνδρου συμπεριλάμβανε ένα άγαλμα του Θεοδάμου της Κνίδου.20

Κατά το διάστημα του πολέμου μεταξύ Σπαρτιατών και Περσών (400-394 π.Χ.), η Κνίδος βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών και μάλιστα αποτελούσε την έδρα του στόλου με ναύαρχο το Σπαρτιάτη ναύαρχο Πλείσταρχο. Μετά τη ναυμαχία στα ανοικτά της Κνίδου (394 π.Χ.), τα υπολείμματα του νικημένου σπαρτιατικού στόλου επέστρεψαν στην Κνίδο.21 Η πόλη αποτελούσε οχυρή βάση των Σπαρτιατών και κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης εκστρατείας του Θίβρωνα το 392 π.Χ.22 Το 390 π.Χ., ο Σπαρτιάτης Τελευτίας σημειώνει κάποια δραστηριότητα μεταξύ Κνίδου και Ρόδου, με πιο αξιομνημόνευτο γεγονός τη σύλληψη 10 αθηναϊκών πλοίων που είχαν αποσταλεί να βοηθήσουν την εξέγερση του Κύπριου βασιλιά της Σαλαμίνας Ευαγόρα.23 Η πόλη πέρασε στα χέρια των Περσών μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη (386 π.Χ.).

Εικάζεται ότι σε αυτό το διάστημα η πόλη της Κνίδου είχε αριστοκρατικό πολίτευμα, με βάση τη νομοθεσία του περίφημου μαθηματικού Ευδόξου, ενώ βρισκόταν υπό τον έλεγχο του σατράπη της Καρίας Μαυσώλου (367-354 π.Χ.).24 To 363 π.Χ. η Κνίδος διατηρεί καλές σχέσεις με τη Θήβα, όπως μαρτυρεί ψήφισμα με το οποίο αποδίδεται το καθεστώς της προξενίας στον περίφημο στρατηγό Επαμεινώνδα, ο οποίος την περίοδο εκείνη εκστρατεύει στο Ανατολικό Αιγαίο στη Μικρά Ασία.25 Περίπου την ίδια περίοδο, η Κνίδος διατηρεί σχέσεις με τον τύραννο της Αβύδου Ιφιάδη και με την πόλη της Λαμψάκου, δηλαδή με πόλεις που ελέγχουν την είσοδο των στενών της Μαύρης θάλασσας, για ευνόητους οικονομικούς και εμπορικούς λόγους.26

Το 334/333 π.Χ., κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Αλεξάνδρου και της περσικής αντεπίθεσης, ο σατράπης της Καρίας ανακατέλαβε το Τριόπιον.27 Το αριστοκρατικό πολίτευμα καταργήθηκε μετά την κατάκτηση της πόλης από το Μεγάλο Αλέξανδρο το 334 π.Χ., ο οποίος εγκαθίδρυσε δημοκρατία. Ο Αριστοτέλης μιλά για επανάσταση του δήμου που κατάργησε το αριστοκρατικό πολίτευμα, εκμεταλλευόμενος τη διαμάχη μεταξύ των αριστοκρατών και το διαχωρισμό τους σε δύο παρατάξεις, προφανώς μια φιλοπερσική και μια φιλομακεδονική.28

Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η πόλη φαίνεται πως ήταν ανεξάρτητη, όπως υποδεικνύει η σημαντική παρέμβαση Κνιδίων διαιτητών στη διαμάχη μεταξύ Ροδίων και Δημητρίου Πολιορκητή το 305 π.Χ. Η πόλη πρέπει πάντως να ήταν σύμμαχος του Αντιγόνου την περίοδο εκείνη, παρότι το 309 π.Χ. ο Πτολεμαίος είχε καταλάβει αρκετές θέσεις στην Καρία.29 Αργότερα, βρέθηκε στην επιρροή αρχικά των Σελευκιδών και κατόπιν των Πτολεμαίων (274 π.Χ.).30 Στο μικρόκοσμο των πόλεων της Μικράς Ασίας, η Κνίδος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και παρενέβη σε αρκετές από τις ενδημικές διαμάχες τους, με θετικά αποτελέσματα.31

Το 201 π.Χ., ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει την πόλη, κατόπιν σύντομης πολιορκίας.32 Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Αντιόχου με τους Ρωμαίους (192-189 π.Χ.), η Κνίδος είναι πιστή σύμμαχος των Ρωμαίων και του στρατηγού Gaius Livius.33 Μαζί με την Κω αποστέλλει μικρή δύναμη πλοίων προκειμένου να βοηθήσουν το Ρόδιο Παμφιλίδα να άρει την πολιορκία των Δαιδάλων από τις δυνάμεις του βασιλιά.34 Είναι αμφίβολο αν μετά την ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.) η πόλη εντάχθηκε στην επικράτεια της Ρόδου, όπως και οι περισσότερες πόλεις της Καρίας. Μάλλον παρέμεινε αυτόνομη, όπως και πριν από το 189 π.Χ., αν και η πολιτική της αναγκαστικά υποτασσόταν στη βούληση της Ρόδου.35 Το 168 π.Χ. ο ναυτικός Θόας στάλθηκε στη Ρόδο μαζί με τη μυστική αλληλογραφία μεταξύ του βασιλιά Περσέα της Μακεδονίας και της φιλομακεδονικής παράταξης στη Ρόδο. Όταν πληροφορήθηκε ότι οι Ρωμαίοι είχαν ανακηρύξει τις πόλεις της Καρίας και της Λυκίας συμμάχους και όχι υποτελείς της Ρόδου, ο Θόας επέστρεψε στην Κνίδο. Οι Κνίδιοι τον φυλάκισαν, αλλά κατόπιν απαιτήσεως των Ροδίων, τον απέστειλαν στη Ρόδο.36 Μετά το 167 π.Χ. και την αποδυνάμωση της Ρόδου, η Κνίδος αποκτά έναν περισσότερο αυτόνομο ρόλο στην περιοχή: αρχικά (166-164 π.Χ.) παρεμβαίνει μεταξύ των Τερμησσίων και του Κοινού των Λυκίων, αλλά η διαιτησία της απορρίπτεται.37 Λίγο αργότερα όμως (164/163 π.Χ.) παρεμβαίνει στρατιωτικά με επιτυχία στο πλευρό της πόλης των Καλύνδων στη διαμάχη τους με την Καύνο.38

Το 100 ή 99 π.Χ. εκδόθηκε από τις ρωμαϊκές αρχές ένας νόμος αναφορικά με την πειρατεία στην Ανατολή. Ένα από τα αντίγραφα του νόμου βρέθηκε στην Κνίδο, η οποία ανήκε τότε στην επαρχία της Ασίας.39 Περί το 70 π.Χ., η πόλη έπεσε θύμα πειρατικών εισβολών.40 Το 49 π.Χ., δύο σημαντικά τέκνα της πόλης, ο Θεόπομπος Αρτεμιδώρου και ο Κάλλιστος Επιγένους, συμμετέχουν στη συνοδεία του Καίσαρα στην εκστρατεία του στην Ελλάδα, με συμβουλευτικά αλλά και διοικητικά καθήκοντα. Χάρη στην παρέμβαση του Θεοπόμπου, ο Ιούλιος Καίσαρας απέδωσε στην πόλη την ελευθερία της το 48 π.Χ.41 Την ίδια περίοδο, ή μάλλον το 29 π.Χ., η Κνίδος, ως ελεύθερη και αυτόνομη σύμμαχος, υπέγραψε συνθήκη με τη Ρώμη.42 Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, την αναφέρει μετά τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. ακόμη ως ελεύθερη.43 Η πόλη φαίνεται πως παρακμάζει μετά το 2ο αι. μ.Χ.

Το τέλος της Κνίδου πρέπει να συνδυαστεί με τις επιδρομές Περσών και Αράβων στα μικρασιατικά παράλια κατά τον 6ο και 7ο μ.Χ. αιώνα. Από τα Βυζαντινά χρόνια έχουν βρεθεί τα ερείπια δύο μεγάλων βασιλικών διακοσμημένων με ψηφιδωτά.

3. Επιφανείς προσωπικότητες

Μέρος της φήμης της πόλης κατά τον 4ο αι. π.Χ. και εξής οφείλεται στη λαμπρή ιατρική σχολή της πόλης, που την ξεπερνούσε μόνο η αντίστοιχη της Κω.44 Γνωστότεροι αντιπρόσωποί της είναι ο Ευρυφών (συγγραφέας των «Κνιδίων γνωμών»), ο Μητρόδωρος (γνωστός κυρίως γιατί νυμφεύτηκε την κόρη του Αριστοτέλη, την Πυθιάδα, και γιατί ήταν δάσκαλος του επιφανούς Ερασιστράτου) και ο Κτησίας, επί 17 χρόνια προσωπικός ιατρός της βασίλισσας των Περσών Παρυσάτιδας. Ο Κτησίας είναι κυρίως γνωστός για το ιστορικό του έργο, και συγκεκριμένα τα Περσικά και τα Ινδικά, έργα όπου συστηματικά αντικρούει τον Ηρόδοτο. Άλλοι επιφανείς Κνίδιοι ήταν ο περίφημος μαθηματικός Εύδοξος, ο αρχιτέκτονας του Φάρου της Αλεξανδρείας Σώστρατος, ο ιστορικός και γεωγράφος Αγαθαρχίδης (2ος αι. π.Χ.), που έγραψε ασιατική και ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά είναι κυρίως γνωστός από το έργο του Περίπλους της Ερυθράς θαλάσσης (του Περσικού κόλπου), ο ιστορικός Άρατος και ο ρήτορας Αρτεμίδωρoς.

4. Θεσμοί - πολίτευμα

Το πολίτευμα της Κνίδου ήταν αριστοκρατικό.45 Η βουλή αποτελούνταν από 60 μέλη (τους αμνήμονες) που επιλέγονταν μεταξύ των αρίστων και ασκούσαν το αξίωμά τους διά βίου. Ένα σώμα προστατών επεξεργαζόταν τα ψηφίσματα που εισάγονταν στη βουλή. Το 332 π.Χ. αναφέρεται για πρώτη φορά σε επίσημες επιγραφές της πόλης (αφιέρωμα στους Δελφούς) ο δήμος, δηλαδή η λαϊκή συνέλευση, γεγονός που υποδεικνύει ότι μετά την κατάκτηση της πόλης από τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 334 π.Χ. υπήρξε πολιτειακή αλλαγή και υιοθετήθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα.46 Η βουλή αναφέρεται μόνο σε ψηφίσματα της Ρωμαϊκής περιόδου.

5. Τοπογραφία

Οι ανασκαφικές και τοπογραφικές έρευνες στην περιοχή της Κνίδου έχουν εγείρει αρκετά ερωτήματα αναφορικά με την αρχική θέση του οικισμού και την πιθανότητα να μετακινήθηκε σε κάποια μεταγενέστερη φάση.47 Σύμφωνα με την πλέον διαδεδομένη άποψη, η οποία επιβεβαιώνεται εν μέρει και από τα ανασκαφικά δεδομένα, η αρχική θέση της πόλης ήταν στη θέση Burgaz, στη νότια ακτή της Κνιδίας χερσονήσου, βορείως του σημερινού λιμανιού Datça, όπου επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές τοποθετούν την έλευση των αποίκων στον 8ο αι. π.Χ.48 Οι κάτοικοι μετέφεραν την πόλη κατά τον 4ο αι. π.Χ. στο δυτικό άκρο της χερσονήσου, στη θέση Tekir. Οι κατοικίες χτίστηκαν ως επί το πλείστον στο μικρό νησάκι που σήμερα ενώνεται με τη στεριά με ένα στενό ισθμό, στο οποίο δεν έχουν γίνει εκτεταμένες έρευνες. Οι δύο θέσεις ταιριάζουν αντίστοιχα στην περιγραφή της Κνίδου που κάνει ο Ηρόδοτος τον 5ο και ο Στράβων τον 1ο αι. π.Χ.49

Την εποχή που οι Bean και Cook διατύπωσαν τη θεωρία αυτή, δεν υπήρχαν στη θέση Tekir ευρήματα πριν από τον 4ο αι. π.Χ., γεγονός που αποτέλεσε το κυριότερο επιχείρημα για τη θεωρία της μετακίνησης, η οποία έγινε ευρύτατα αποδεκτή, με μόνο σημείο τριβής τη χρονολογία της: οι περισσότεροι μελετητές απέδιδαν τη μετακίνηση στο Μαύσωλο, ενώ εξίσου ελκυστική φαίνεται η υπόθεση πως μια ανάλογη μετακίνηση μπορεί να είχε τη σφραγίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.50 Οι ανασκαφές της Iris Love στο Tekir απέδωσαν κάποια πρωιμότερα ευρήματα (6ος αι. π.Χ.), γεγονός που οδήγησε στην αναθεώρηση της άποψης περί μετακίνησης κατά τον 4ο αι. π.Χ.: ο οικισμός βρισκόταν πάντοτε στο Tekir.51 Νεότερες έρευνες πάντως, που βασίζονται στη μελέτη των επιγραφικών ευρημάτων, υποδεικνύουν ότι η Κνίδος είχε δύο αστικά κέντρα, ένα στο Tekir και ένα στο Burgaz, με το δεύτερο να αποτελεί το αρχαϊκό και κλασικό διοικητικό κέντρο και το πρώτο την ελληνιστική και ρωμαϊκή πόλη, η οποία είναι γνωστή κυρίως από τις ανασκαφικές έρευνες.52

Η κατάσταση στην περιοχή της Κνιδίας χερσονήσου είναι περίπλοκη, καθώς έρευνες έχουν υποδείξει την ύπαρξη και άλλων οικιστικών κέντρων, υπαγομένων στην Κνίδο, όπως το Kumyer, 11 χλμ. ανατολικά του άκρου της χερσονήσου.53 Οι φιλολογικές πηγές αναφέρουν την πόλη Χερσόνησο, η οποία στον 5ο αι. π.Χ. θα πρέπει να ήταν ανεξάρτητη από την Κνίδο, αλλά αργότερα κατά πάσα πιθανότητα ενσωματώθηκε σε αυτήν.54 Στη χώρα της Κνίδου υπήρχαν κατά τον 4ο αι. π.Χ. κτήσεις των Ροδίων.55 Το Τριόπιον σε ορισμένες πηγές αναφέρεται ως ξεχωριστός τόπος, ενώ σε άλλες ταυτίζεται με την Κνίδο: οι περισσότεροι μελετητές ταυτίζουν το Τριόπιον με το Tekir.56 Εντούτοις, οι επιφανειακές έρευνες στη θέση Emecik στα ανατολικά της θέσης Datça έδειξαν ότι εκεί υπήρχε ένας μεγάλος ελληνιστικός ναός, όπου πρόσφατα τοποθετήθηκε υποθετικά ο ναός του Απόλλωνος, στον οποίον τελούνταν οι δωρικοί αγώνες.57

5.1. Οι οχυρώσεις και οι λιμενικές εγκαταστάσεις

Υπάρχουν τέσσερα οχυρά σημεία: η χερσόνησος του Tekir, η ενδοχώρα, το εμπορικό και το πολεμικό λιμάνι. Η θέση του Tekir περιβάλλεται από ένα θαυμάσια χτισμένο και αρκετά καλά διατηρημένο τείχος, πολυγωνικής τοιχοποιίας, που χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο. Σημαντικά ίχνη του διασώζονται στη βόρεια ζώνη της πόλης και στην ακρόπολη. Στη δυτική του πλευρά, το τείχος συμπληρώνεται από μια σειρά ημικυκλικούς πύργους.

Το ανάχωμα που συνέδεε μέσω οδού με ισχυρή οχύρωση τα δύο τμήματα της πόλης, το νησάκι του ακρωτηρίου με τη στεριά, διαίρεσε το μικρό θαλάσσιο πορθμό σε δύο προστατευόμενους μικρούς όρμους. Ο ένας αποτέλεσε το εμπορικό και ο άλλος το πολεμικό λιμάνι της Κνίδου. Στο νότιο, το εμπορικό λιμάνι της αρχαίας πόλης, διακρίνονται βυθισμένα τμήματα της προκυμαίας. Στο βόρειο όρμο ή όρμο των τριηρών σώζονται εκτεταμένα ερείπια ισχυρών οχυρώσεων που συνδέονται με εντυπωσιακούς πύργους. Το στόμιο του πολεμικού λιμανιού προστατευόταν από ένα ζεύγος πύργων. Ο ένας πύργος, στα αριστερά όπως εξέρχεται κανείς από το λιμάνι, ήταν τριώροφος, τετράγωνος, με δίρριχτη στέγη και τοξοθυρίδες προστατευόμενες από ξύλινα εξώφυλλα. Μια στενή προβλήτα, επίσης προστατευόμενη από τείχισμα με τοξοθυρίδες, προεξείχε στη θάλασσα, στενεύοντας το διαθέσιμο πέρασμα για αμυντικούς λόγους. Ακριβώς απέναντι υψωνόταν διώροφος τετράγωνος πύργος με επίπεδη στέγη. Μεταξύ των δύο πύργων κρεμόταν συρόμενη αλυσίδα που έλεγχε τη δίοδο των πλοίων. Το λιμάνι αυτό μπορούσε να κλειστεί κατά τη βούληση των Κνιδίων, ενώ μπορούσε να φιλοξενήσει 20 τριήρεις. Τα τείχη και οι πύργοι είναι χτισμένα με ασβεστόλιθο και πωρόλιθο. Κυρίαρχα συστήματα δόμησης είναι το ψευδισόδομο και το ισόδομο, αν και σε ορισμένες θέσεις συναντάται και το πολυγωνικό. Η χρονολογία της οικοδόμησης του οχυρού αυτού λιμανιού ανάγεται στον 3ο αι. π.Χ., ενώ υπάρχουν ενδείξεις ενίσχυσής του κατά τη Μέση ή την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο.58

5.2. Κυριότερα μνημεία

Ο Στράβων αναφέρει ότι η πόλη της Κνίδου ήταν χτισμένη πάνω σε πλατώματα και ανοιγόταν αμφιθεατρικά από την ακτή ως την ακρόπολη.59 Ο ναός της Αφροδίτης Ευπλοίας βρισκόταν στο ψηλότερο και δυτικότερο τμήμα της πόλης (σε ύψος 40 μ.), κάτω από το δυτικό άκρο της ακρόπολης, με θέα και στα δύο λιμάνια της πόλης, τονίζοντας το ρόλο της θεάς ως προστάτιδας της ναυσιπλοΐας.60 Ο ναός που σώζεται είναι κυκλικός («μονόπτερος») και χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ. Πατά σε πόδιο δύο βαθμίδων και έχει συνολική διάμετρο 17,30 μ. Περιβαλλόταν από 18 δωρικούς κίονες. Σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα, πέρα από τις θεμελιώσεις. Η Love αποκάλυψε τμήμα μαρμάρινης επιγραφής με τα τέσσερα πρώτα γράμματα του ονόματος του Πραξιτέλη από το βάθρο του περίφημου αγάλματος της Αφροδίτης Κνιδίας, διαστάσεων 1,5 × 1,32 μ. Το εύρημα επιβεβαιώνει τη θέση του ναού. Κοντά στο ναό βρέθηκαν ο απαραίτητος βωμός και ίχνη του αναφερόμενου από τις πηγές κήπου. Τα ευρήματα (αγαλματίδια υδροφόρων, Άρτεμης, γυναικών μουσικών) βοηθούν στην ταύτιση με ναό της Αφροδίτης.

Ο ναός και το άγαλμα άσκησαν μεγάλη επίδραση στους Ρωμαίους: ο ναός απεικονίζεται σε τοιχογραφία της Villa Iulia Felix στην Πομπηία, ενώ υπήρχε ένα σχετικά ακριβές αντίγραφο τόσο του ναού όσο και του αγάλματος στη Villa Adriana κοντά στο Tivoli. Αλλά και ο βασιλιάς Πτολεμαίος Δ΄ είχε χτίσει μια απομίμηση του ναού και του αγάλματος πάνω στο βασιλικό πλοίο του.61

Στα βορειοανατολικά συναντά κανείς τα ερείπια του κάτω θεάτρου, της Ελληνιστικής περιόδου, που δεσπόζει στο εμπορικό λιμάνι. Σώζονται 35 σειρές εδωλίων, σε τρία τμήματα του κοίλου που ορίζονται από δύο διαζώματα. Υπάρχουν 8 κλίμακες που οδηγούν στα δύο χαμηλότερα τμήματα και 15 στο ανώτερο. Έχει υπολογιστεί ότι χωρούσε περίπου 4.500 θεατές. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η ελληνιστική σκηνή κατεδαφίστηκε και αντικαταστάθηκε από μαρμάρινη.62 Σε πλάτωμα λίγο μακρύτερα, διακρίνονται εκτεταμένα ίχνη ενός ρωμαϊκού κτηρίου, του οποίου οι καλυμμένοι με χρωματισμένο κονίαμα τοίχοι στέκουν σε ύψος 3,5 μ.

Στα ανατολικά διακρίνονται τα ερείπια μνημειακού βωμού, που προσεγγιζόταν μέσω μιας κλίμακας. Ήταν διακοσμημένος με ζωφόρο που απεικόνιζε τις Νύμφες ή τις Χάριτες, καθιστές θεότητες και ημίγυμνους άνδρες. Ο βωμός θυμίζει έντονα ως προς το σχήμα το βωμό του Δία στην Πέργαμο.63 Δεξιότερα, ανακαλύφθηκε ένα αμφιθεατρικό οικοδόμημα που χρησιμοποιούνταν για τη λατρεία κάποιας θεότητας της γονιμότητας, όπως μαρτυρούν τα ειδώλια γυναικών που κρατούν τα στήθη τους, του Ερμού, καθώς και φαλλόμορφα, που ανασκάφηκαν εκεί. Αριστερά του κτηρίου βρίσκεται η είσοδος ενός σπηλαίου, μέσω του οποίου εισάγεται κανείς σε δύο γαλαρίες. Η μία οδηγεί στην ακρόπολη και η άλλη στη θάλασσα. Εκεί ανακαλύφθηκε πληθώρα κεραμικών από τον 7ο αι. π.Χ. ως τον 7ο αι. μ.Χ. Προφανώς πρόκειται για κάποιο χώρο λατρείας.

Δυτικότερα, προς την ακρόπολη, βρίσκεται το τέμενος της Δήμητρας, όπου ο C.T. Newton ανακάλυψε το 1857 το περίφημο άγαλμα της θεάς, που φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο. Στο ναό της Δήμητρας και της Κόρης έχουν ανιχνευτεί δύο φάσεις: η πρώτη ανήκει στον 4ο αι. π.Χ. και η δεύτερη στον 3ο αι. μ.Χ. Από τους αποθέτες του ιερού προέρχονται πολυάριθμα ευρήματα από πήλινα ειδώλια, γυάλινα δοχεία και αγγεία, πήλινες λυχνίες και επιγραφές.64

Δίπλα στο πολεμικό λιμάνι βρισκόταν η αγορά. Πιο πάνω διακρίνονται τα ερείπια ενός μεγάλου ψευδοδίπτερου ναού κορινθιακού ρυθμού, που χρονολογείται επί Αδριανού (117-138 μ.Χ.). Αρκετά από τα κιονόκρανα σώζονται σε εξαιρετική κατάσταση. Ο κυρίως ναός αποτελείται από έναν πρόστυλο τετράστυλο πρόναο, το σηκό και ένα δίστυλο εν παραστάσι οπισθόδομο. Βρίσκεται πάνω σε ψηλό βάθρο, ενώ η πρόσβαση γινόταν από μια κλίμακα επτά βαθμίδων.65 Μπροστά στο ναό βρίσκουμε τα ίχνη μιας στοάς της Ελληνιστικής περιόδου, προσανατολισμένης στα ανατολικά.

Στην ακτή του νότιου λιμανιού βρίσκεται το βουλευτήριο των Ρωμαϊκών χρόνων, που παλαιότερα πιστευόταν ότι ήταν ωδείο. Σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση. Στο δάπεδο διακρίνονται οπές που μαρτυρούν ότι η στέγαση γινόταν με ξύλινες δοκούς. Είχε αξιοσημείωτο πρωτότυπο σχέδιο, καθώς η ορχήστρα ήταν τοποθετημένη κάθετα στο κοίλον.

Δυτικότερα, με θέα τη θάλασσα, σώζεται το άνω θέατρο, σε κακή κατάσταση. Η ανατολική του πλευρά έχει καταρρεύσει ολοσχερώς. Τα περισσότερα μαρμάρινα μέλη έχουν μεταφερθεί στην Αίγυπτο, στις αρχές του 19ου αιώνα.

Στο στενό πορθμό μεταξύ του εμπορικού και του πολεμικού λιμανιού έχουν ανακαλυφθεί διάφορα κτήρια, όπως ο ιωνικός ναός, ο οποίος ταυτίστηκε με το ναό του Διονύσου που αναφέρεται σε επιγραφές και στέγαζε πιθανώς τα δύο αγάλματα του θεού, έργα του Σκόπα και του Βρύαξη.66 Πολλά από τα μέλη του ναού χρησιμοποιήθηκαν για την ανοικοδόμηση μιας παρακείμενης παλαιοχριστιανικής εκκλησίας. Με το ναό σχετιζόταν μια μεγάλη δωρική στοά, που ταυτίζεται πιθανόν με την ambulatio pensilis του περίφημου αρχιτέκτονα Σωστράτου, του αρχιτέκτονα του Φάρου της Αλεξάνδρειας, διαστάσεων 113 × 16 μ.67 Στα δυτικά έστεκε ο δωρικός ναός του Απόλλωνος Καρνείου, στον οποίο οδηγούσε ένα μνημειακό πρόπυλο του 300 π.Χ. περίπου.68 Βορείως του εμπορικού λιμανιού έχει ανασκαφεί ένας μικρός ναός με κορινθιακά κιονόκρανα, αφιερωμένος στον Απόλλωνα Πύθιο. Στα ανατολικά έχουν ανασκαφεί ελληνιστικές και ρωμαϊκές κατοικίες.

5.3. Ο τάφος του Λέοντα

Η νεκρόπολη της Κνίδου έχει ανασκαφεί στα ανατολικά της πόλης. Εκεί ο Newton ανακάλυψε το ιερό του τοπικού ήρωα Αντιγόνου, που περιλάμβανε γυμνάσιο, παλαίστρα και βωμό όπου «οι ποιητές μπορούσαν να απαγγέλλουν τα ποιήματά τους» και, 3 χλμ. ΝΑ του ακρωτηρίου Κριός στη θέση Aslan Burnu (το ακρωτήριο του λιονταριού), τον περίφημο τάφο του Λέοντα, που πήρε το όνομά του από το μεγάλο άγαλμα λέοντα, βάρους 11 τόνων, μήκους 3,5 μ. και πλάτους 2 μ., από παριανό μάρμαρο, που επέστεφε το μνημείο. Ο ρυθμός ήταν δωρικός, μια ψευδοδίπτερη κιονοστοιχία ενσωματωμένη στον τοίχο στήριζε βαθμιδωτή πυραμίδα, η οποία επιστεφόταν με ένα ξαπλωμένο λιοντάρι. Το συνολικό ύψος έφτανε τα 62 πόδια. Το εσωτερικό στηριζόταν από θόλο.69

6. Λατρείες

Η σημαντικότερη λατρεία στην Κνίδο ήταν της Αφροδίτης, την οποία οι Κνίδιοι θεωρούσαν προστάτιδα της ναυσιπλοΐας και την αποκαλούσαν Ευπλοία, ενώ εκτός Κνίδου αποκαλούνταν ευρύτατα Κνιδία. Οι Κνίδιοι διατείνονταν ότι η πόλη τους ήταν αφιερωμένη στη θεά.70 Ο ναός εκείνος ήταν ο νεότερος, ενώ κατά τον Παυσανία υπήρχαν ακόμη δύο ναοί της θεάς στην πόλη: ο αρχαιότερος ήταν ο ναός της Αφροδίτης Δωρίτιδος και ο άλλος ήταν ο ναός της Αφροδίτης Ακραίας, προφανώς λόγω της τοποθεσίας του σε ακρωτήριο.71

Σημαντική ήταν και η λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης, η οποία αναφέρεται και σε επιγραφές.72 Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σειρά από μολύβδινες πινακίδες, οι λεγόμενες «επικλήσεις δικαιοσύνης», σύμφωνα με τις οποίες, η θεά καλείται να απονείμει δικαιοσύνη για τα άδικα που υπέστη αυτός που αφιέρωσε την πινακίδα. Το λεξιλόγιο παραπέμπει ευθέως σε μαγικά κείμενα, ενώ η χρονολόγησή τους ανάγεται στο 2ο αι. π.Χ.73 Άλλες λατρείες που αναφέρονται επιγραφικά είναι του Διονύσου και των Διοσκούρων.74

7. Νομίσματα

Η Κνίδος ξεκίνησε να κόβει αργυρό νόμισμα στον ύστερο 6ο αι. π.Χ., πιθανόν γύρω στο 530 π.Χ.75 Οι πρωιμότερες κοπές, στο μιλησιακό σταθμητικό κανόνα, είναι ολιγάριθμες και αφορούν μικρές αξίες. Οι τύποι που υιοθετούνται απηχούν τις δύο σημαντικότερες λατρείες της πόλης: στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται το λιοντάρι, σύμβολο του Απόλλωνα, και στον οπισθότυπο η κεφαλή της Αφροδίτης.76 Γύρω στο 520-500 π.Χ. πάντως, η Κνίδος υιοθέτησε τον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα, που βρισκόταν ήδη σε χρήση στην Κάμειρο της Ρόδου, στην Καρία και σε αρκετά νησιά των Κυκλάδων. Παραδόξως, το κύριο νόμισμα ήταν η δραχμή, ενώ οι μικρότερες αξίες σχεδόν εγκαταλείπονται. Λίγο μετά την αλλαγή αυτή, ο εμπροσθότυπος διαφοροποιείται: τη θέση του λιονταριού καταλαμβάνει η προτομή του ίδιου ζώου με υψωμένο το ένα μπροστινό πόδι.77 Οι ίδιοι τύποι εμφανίζονται και στα αργυρά νομίσματα μετά την Ιωνική επανάσταση (499-494 π.Χ.), αλλά προφανώς οι κοπές, σχεδόν αποκλειστικά δραχμές, δεν είναι πολυάριθμες, παρά τη σχετική αφθονία τους σε νομισματικές συλλογές.78

Γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., η παραγωγή σταματά, υπό την πίεση της Αθήνας. Η δραστηριότητα του νομισματοκοπείου ξεκινά το 412-411 π.Χ., σε σταθερή βάση, πάντα στους παραδοσιακούς τύπους της Κνίδου.79

Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., η πόλη στρέφεται τελεσίδικα προς τη Ρόδο, υιοθετώντας το ροδιακό σταθμητικό κανόνα.80 Η αλλαγή αυτή τοποθετείται μάλλον το 394 π.Χ. Στην κεφαλή της Αφροδίτης τοποθετείται μια πλώρη, αναμνηστική της περίφημης ναυμαχίας που έλαβε χώρα στα ανοικτά της πόλης. Ταυτόχρονα σχεδόν εμφανίζονται τα συμμαχικά νομίσματα, τα οποία δημιουργήθηκαν αμέσως μετά τη ναυμαχία του 394 π.Χ. Ακολουθούν ως προς τον εμπροσθότυπο έναν κοινό τύπο (ο Ηρακλής νήπιο να στραγγαλίζει τα φίδια, με την επιγραφή ΣΥΝ[ΜΑΧΙΚΟΝ]), ενώ διατηρούν στον οπισθότυπο τον κνιδιακό τύπο της κεφαλής της Αφροδίτης.81

Μετά το 390 π.Χ., στο νέο τύπο αργυρού νομίσματος στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται η Αφροδίτη και στον οπισθότυπο η κεφαλή του λέοντα, ενώ στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. εμφανίζεται η όψη του Απόλλωνα σε όψη ¾ , υπό ροδιακή επιρροή.

Στον πρώιμο 4ο αι. π.Χ. ανάγεται και η εμφάνιση των πρώτων χάλκινων νομισμάτων, με την κεφαλή της Αθηνάς στον εμπροσθότυπο και την πλώρη του πολεμικού πλοίου ή ένα ρόπαλο στον οπισθότυπο. Περίπου το 300 π.Χ., η μορφή της θεάς πλαισιώνεται από την επιγραφή ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Άλλοι τύποι της Ελληνιστικής περιόδου περιλαμβάνουν την κεφαλή του Απόλλωνα, της Άρτεμης, τη μορφή του Διονύσου ή την Αθηνά στον εμπροσθότυπο, και στον οπισθότυπο ένα ρόπαλο, τον τρίποδα των Δωρικών αγώνων του Τριοπίου, ένα τσαμπί σταφύλι ή τη Νίκη. Χάλκινα νομίσματα παράγονται και κατά την Αυτοκρατορική περίοδο, περίπου ως το 210 μ.Χ., με προτομές αυτοκρατόρων και των συζύγων τους στον εμπροσθότυπο, και το λατρευτικό άγαλμα της Αφροδίτης Κνιδίας στον οπισθότυπο.

8. Εμπόριο και οικονομία


Η ευημερία της Κνίδου οφείλεται στο λιμάνι της και κυρίως στη διάδοση του κρασιού της. Η επιτυχία των οινοποιών της Κνίδου πιστοποιείται από την τεράστια διάδοση και ζήτηση των αμφορέων της πόλης στους κυριότερους προορισμούς της ανατολικής Μεσογείου, όπως η Αλεξάνδρεια, η Δήλος και η Αθήνα.82 Με βάση κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς, ο αριθμός των ενεπίγραφων αμφορέων που αποδίδονται στην Κνίδο και χρονολογούνται κατά κύριο λόγο στον 1ο αι. π.Χ. αποτελούν το 5,5 % του συνόλου των 50.000 που έχουν καταγραφεί.83 Σημαντικό στοιχείο για τη γνώση της παραγωγής αυτής είναι και η ανασκαφή του εργαστηρίου στη χερσόνησο Datça. H παραγωγή αυτή φαίνεται πως παρακμάζει μετά τον 1ο αι. π.Χ., όταν η Κνίδος χάνει μεγάλο μέρος από την αίγλη της.

1. Ηρ. 1.174.2· Στράβ. 14.2.6. Σύμφωνα με το Διόδ. Σ. 5.9.2, οικιστής ήταν ο Ιππότης, απόγονος του Ηρακλή (και άρα Λακεδαιμόνιος).

2. Διόδ. Σ. 5.57.6· Στέφ. Βυζ. βλ. λ. «Τριόπιον»· Ησύχιος, βλ. λ. «Λιμοδωριείς».

3. Mee, C., “Aegean Trade and Settlement in Anatolia in the Second Millenium B.C.”, AS 28 (1978), σελ. 133.

4. Schefold, K., “Knidische Vasen und Verwandtes”, JDI 57 (1942), σελ. 124-142.

5. Ηρ. 1.144 (η Αλικαρνασσός αργότερα αποπέμφθηκε). Διον. Αλ., Ρωμ. Αρχ., 4, 25. Σύμφωνα με τα σχόλια σε Θεόκρ., Ωδαί, 17, 68/69 η εορτή ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα, τις Νύμφες και τον Ποσειδώνα και ονoμαζόταν «Δώριος αγών». Κατά την Ελληνιστική περίοδο, η εορτή αποκαλείται τα «Δωριίεια εν Κνίδωι»: Bresson, A., Recueil des inscriptions de la e rhodienne (Paris 1991), αρ. 5 = Blümel, W., Die Inschriften der Rhodischen Peraia (IK 38, Bonn 1991), αρ. 555.

6. Ηρ. 2.178.

7. Διόδ. Σ. 5.9.1· Θουκ. 3.88.2· Στράβ. 6.275· Παυσ. 10.11.3. Οι άποικοι επιχείρησαν να αποικίσουν την Πάνορμο στη δυτική Σικελία, την οπoία έλεγχαν οι Καρχηδόνιοι, αλλά απέτυχαν.

8. Bommelaer, J.-F. (επιμ.), Guide des Delphes. Le site (Athènes 1991), σελ. 141-142, αρ. 209.

9. Πλούτ., Ηθικ. 860Β. Για το επεισόδιο αυτό δίνει μια διαφορετική αφήγηση ο Ηρόδοτος, 3.48-53, αποδίδοντας τη σωτηρία των νέων Κερκυραίων στον Πολυκράτη της Σάμου. Υπάρχουν χρονολογικά προβλήματα που συνδέονται με την εκδοχή αυτή.

10. Στράβ. 7.5.5.

11. Ηρ. 1.174.

12. Ανήκε στην Καρία και αναφέρεται 13 φορές στους καταλόγους εισφορών, από το 452/451 π.Χ. (IG I³ 261 IV, 8) ως το 427/426 π.Χ. ή το 426/425 π.Χ. (IG I³ 284, 13). Το ύψος της εισφοράς ήταν τρία τάλαντα το 452/451 π.Χ., πεντε τάλαντα μετά το 450/449 π.Χ. (IG I³ 263 Ι, 4), μειώθηκε σε τρία τάλαντα εκ νέου το 444/443 π.Χ. (IG I³ 268 IV, 19), ενώ το 428/427 π.Χ. ήταν δύο τάλαντα (IG I³ 283 ΙΙΙ, 20). Flensted-Jensen, P., “Karia”, στo Mogen Hasen, M. – Nielsen, Th.h. (επιμ.), An Inventory of Archaic and Classical Greek Poleis (Oxford 2004), σελ. 1123, βλ. λ. “Knıdos”.

13. Πλούτ., Κίμων 12.

14. Παυσ. 10.25.1· Πλούτ., Ηθικ. 412D. Οι Κνίδιοι είχαν αρκετές σχέσεις με τους Δελφούς: αναφέρονται αρκετά αφιερώματά τους στον Απόλλωνα, από τον 6ο ως και τον 4ο αι. π.Χ. Βλ. Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 211, 212 (αφιέρωση αγάλματος του Απόλλωνος από τη δεκάτη των λαφύρων που πάρθηκαν από τους εχθρούς, αρχές του 4ου αι. π.Χ.), 213. Άγαλμα Διονύσου αφιερωμένο από τους Κνιδίους στους Δελφούς: Παυσ. 10.32.1.

15. Παυσ. 10.11.1.

16. Θουκ. 8.35.1. Οι Αθηναίοι επιχείρησαν να ανακαταλάβουν την πόλη, αλλά απέτυχαν και περιορίστηκαν στη δήωση της επικράτειάς της. Στην Κνίδο έλαβε χώρα η αποτυχημένη συνάντηση Τισσαφέρνη και Λακεδαιμονίων, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Αλκιβιάδης προκειμένου να ανατρέψει τη δυσμενή για την Αθήνα κατάσταση στη Μικρά Ασία: Θουκ. 8.43.3-4.

17. Θουκ. 8.35.2-4.

18. Θουκ. 8.41.3-42.1-4.

19. Θουκ. 8.109.1.

20. Παυσ. 10.9.9.

21. Ξεν., Ελλ. 4.3.10-13· Διόδ. Σ. 14.83.4-7.

22. Ξεν., Ελλ. 4.8.19· Διόδ. Σ. 14.99.3: γίνεται λόγος για το Κνίδιον φρούριον, το οποίο οι μελετητές ταυτίζουν με την ίδια την Κνίδο, η οποία παρέμεινε η βάση του σπαρτιατικού στόλου (Ξεν., Ελλ. 4.8.22). Το 412 π.Χ. η πόλη ήταν ατείχιστη: Θουκ. 8.41.3.

23. Ξεν., Ελλ. 3.8.24· Διόδ. Σ. 14.97.4.

24. Ο Εύδοξος αναφέρεται ως νομοθέτης από τον ΄Ερμιππο (απόσπ. 16 Wehrli). Βλ. Διογ. Λαέρτ., Βίοι Σοφ. 8.88· Πλούτ., Ηθικ. 1126Β. Ο Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 117-118, συνέδεσε τη νομοθεσία αυτή με την επικυριαρχία του Μαυσώλου.

25. Blümel, W., “Two new inscriptions from the Cnidian peninsula. Proxeny decree for Epameinondas and a funeral epigram”, EpigAnat 23 (1994), σελ. 157-159· Buckler, J., “Epameinondas and the new inscription from Knidos”, Mnemosyne 51 (1998), σελ. 192-205.

26. Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 603-604. Την ίδια περίοδο συνάπτεται και συνθήκη με τη μικρή νήσο Χάλκη (αρ. 605).

27. Αρρ. Β, 5.7.

28. Υπάρχουν δύο αναφορές: Αριστοτέλης, Πολιτικά 1305b12 και 1306b5. Κατά το Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 117-118, ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε δύο διαφορετικές επαναστάσεις. Άλλοι μελετητές όμως, όπως ο Gehrke, H.-J., Stasis: Untersuchungen zu den inneren Kriegen in der griechischen Staaten des 5. und 4. Jahrhunderts v. Chr. (München 1985), σελ. 79, πιστεύουν ότι έχουμε να κάνουμε με μία μόνο εξέγερση, η οποία δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθεί με ακρίβεια.

29. Διόδ. Σ. 20.95· Ager, S., Interstate Arbitrations in the Greek World, 337-90 B.C. (Berkeley 1996), αρ. 12. Βλ. επίσης Billows, R.A., Antigonos the One-Eyed and the Creation of the Hellenistic State (Berkeley – Los Angeles – London 1990), σελ. 208.

30. Magie, D., Roman Rule in Asia Minor ΙΙ (Princeton 1950), σελ. 926· OGIS, σελ. 128-129, αρ. 79.

31. Διαιτησία μεταξύ Καλύμνου και των γιων του Διαγόρα της Κω (300-286 π.Χ.). Διαμάχη μεταξύ Κλαζομενών και Τήμνου (α΄ μισό του 3ου αι. π.Χ.). Μεταξύ Μιλήτου και Μαγνησίας του Μαιάνδρου (μεταξύ 185/184 και 180 π.Χ.). Ager, S., Interstate Arbitrations in the Greek World, 337-90 B.C. (Berkeley 1996), αρ. 21, 71 και 109· Bresson, L. – Bresson, A., “Cnide à l' époque classique. La cité et ses villes”, REA 101 (1999), σελ. 79, αρ. 70. Επίσης, Κνίδιοι δικαστές έδρασαν στη Σμύρνη μεταξύ 3ου-2ου αι. π.Χ. και, αντίστοιχα, στην Κνίδο εκλήθησαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους δικαστές από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου. Βλ. Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 231 και 218. Curty, O., Les parentés légendaires entre cités grecques (Genève 1995), σελ. 107-108, αρ. 45.

32. Πολύβιος 16.11.1.

33. Τίτος Λίβιος 37.16.17.

34. Τίτος Λίβιος 37.22.2.

35. Τίτος Λίβιος 37.56.5. Βλ. McNicoll, A.W., Hellenistic Fortifications from the Aegean to the Euphrates (Oxford 1997), σελ. 54 και κυρίως Bresson, A., “Rhodes, Cnide et les Lyciens au début du IIe siècle av. J.-C.”, REA 100 (1998), σελ. 80-81.

36. Πολύβιος 30.8.7.

37. Βλ. Le Roy, C., “Une convention entre cités de la Lycie du Nord”, CRAI (1996), σελ. 961-980 και Bresson, A., “Rhodes, Cnide et les Lyciens au début du IIe siècle av. J.-C.”, REA 100 (1998), σελ. 65-88 (όπου και η χρονολόγηση στα 166-164 π.Χ.).

38. Πολύβιος 31.5.1-5. Η πολιορκία δε λύθηκε, έτσι οι Καλυνδείς προτίμησαν να καλέσουν τους Ροδίους, οι οποίοι απέστειλαν στρατό και στόλο, έλυσαν την πολιορκία και παρέλαβαν την πόλη.

39. Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 31. Το άλλο αντίγραφο βρέθηκε στους Δελφούς. Βλ. Reynolds, J. – Crawford, M. – Hassall, M., “Rome and the eastern provinces at the end of the second century B.C. The so-called piracy law and a new inscription from Cnidos”, JRS 64 (1974), σελ. 195-220· Lintott, A.W., “Notes on the Roman law inscribed at Delphi and Cnidos”, ZPE 20 (1976), σελ. 65-823· Ferrary, J.-L., “Recherches sur la législation de Saturninus et de Glaucia, I: La lex de piratis de Delphes et Cnide”, MEFRA 89 (1977), σελ. 619-660· Giovaninni, A. – Grzybek, E., “La loi de piratis persequendis”, Museum Helveticum 35 (1978), σελ. 33-47· Sumner, G.V., “The piracy law from Delphi and the law of the Cnidos inscription”, GRBS 19 (1978), σελ. 211-225· Martin, R.T. – Badian, E., “Two Notes on the Roman Law from Cnidos”, ZPE 35 (1979), σελ. 153-167· Pohl, H., Die römische Politik und die Piraterie im ôstlicherb Mittelmeer vom 3. bis zum 1. Jh. v. Chr. (Berlin-New York 1993), σελ. 216-256· Avidov, A. – Timoney, O., “The Lex de provinciis praetoriis from Delphi and Cnidos. A revised correlation”, EpigAnat 24 (1995), σελ. 7-14.

40. Cicero, Pro L. Manlio.

41. Θεόπομπος: Στράβ. 14.2. Τα ανδραγαθήματα των δύο αναφέρονται σε μια σειρά επιγραφών από το θησαυρό των Κνιδίων στους Δελφούς: SIG³ 761A-C. Βλ. γενικά Daux, G., Delphes aux IΙe et Ie siècle depuis l’abaissement de l’Etolie jusqu’à la paix romaine (Paris 1936), σελ. 407 κ.ε.· Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 12 και 51-77, για τις τιμές που απέδωσε η πόλη στον Κάλλιστο και τον Θεόπομπο. O γιoς του Θεοπόμπου, ο Αρτεμίδωρος, ήταν ο Έλληνας σοφιστής που προσπάθησε να σώσει τον Καίσαρα εγχειρίζοντάς του σημείωμα με τα σχέδια των δολοφόνων του, το οποίο όμως ο δικτάτορας δεν κατόρθωσε να διαβάσει προτού φθάσει στον τόπο της δολοφονίας του: Αππιανός, Εμφύλιοι Πόλεμοι ΙΙ, 116.486· Πλούταρχος, Καίσαρ 65.2-3.

42. Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 33.

43. Πλ., ΦΙ 5.104.

44. Ilberg, J., Die Ärzteschule von Knidos (Leipzig 1925)· Mewaldt, J. – Ilberg, J., “Die Ärzteschule von Knidos”, Gnomon 3 (1927), σελ. 139-145· Deichgräber, K., “Kos und Knidos”, Geistige Arbeit. Zeitung aus der wissenschaftlichen Welt 2 (1935), σελ. 13-14· Kollesch, J., “Knidos als Zentrum der frühen wissenschaftlichen Medizin im antiken Griechenland”, Gesnerus 46 (1989), σελ. 11-28.

45. Βουλευτές: Πλούτ., Ηθικ. 292Α-Β. Για το πολίτευμα, βλ. γενικά Flensted-Jensen, “Karia”, στο Mogen Hansen – M., Nielsen, Th. H. (επιμ.), An Inventory of Greek Poleis, Archaic and Classical (Oxford 2004), σελ. 1124, βλ. λ. “Knidos”.

46. Η εγκαθίδρυση δημοκρατίας μετά το 334 π.Χ. πιστοποιείται και από τις νομισματικές πηγές: σε νομίσματα της πόλης του ύστερου 4ου αι π.Χ. εμφανίζεται η επιγραφή ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Nordbø, J.H., “The coinage of Cnidos after 394 B.C.”, στο Proceedings of the 10th International Congress of Numismatics. Actes du 10ème Congrès international de numismatique, London, September 1986 (London 1986), σελ. 53.

47. Ο πρώτος ανασκαφέας ήταν ο Newton, που διενεργούσε έρευνες για λογαριασμό του Βρετανικού Μουσείου. Newton, C.T., A history of discoveries at Halicarnasus, Cnidus and Branchidae ΙΙ (London 1863). Έρευνες διεξήχθησαν και στις αρχές του 20ού αιώνα: Τη συστηματική μελέτη της Κνιδίας οφείλουμε στους Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Cnidia”, BSA 47 (1952), σελ. 171-212. Από το 1967, έρευνες διεξήγαγαν η Iris Love και το Πανεπιστήμιο του Long Island. Love, I.C., “A brief summary of excavations at Knidos 1967-1973”, στο Akurgal, E. (επιμ.), The proceedings of the Xth International Congress of Classical Archaeology, Ankara - Izmir 23. - 30.IX.1973 (Ankara 1978), σελ. 1111-1133. Οι έρευνες συνεχίστηκαν από τον Özgan, R., από το 1988 (εκθέσεις στο περιοδικό Κazı sonuçları toplantısı από το τεύχος 11, 1989 κ.ε.).

48. Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Cnidia”, BSA 47 (1952), σελ. 171-212.

49. Ηρ. Ι, 174· Θουκ. 8.35.2· Στράβ. 14.2.6.

50. Εποχή του Μαυσώλου: Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Cnidia”, BSA 47 (1952), σελ. 210-212· Hornblower, S., Mausolus (Oxford 1982), σελ. 101, 115-116. Εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου: Cook, J.M., The Greeks in Ionia and the East (London 1962), σελ. 144-145· McNicoll, A.W., Hellenistic Fortifications from the Aegean to the Euphrates (Oxford 1997), σελ. 54· Bresson, A., “Cnide à l’époque classique: la cité et ses villes”, REA 101 (1999), σελ. 102.

51. Love, I.C., “A Preliminary Report of the Excavations at Knidos, 1971”, AJA 76 (1972), σελ. 393-405 και “A preliminary report of the excavations at Knidos, 1972”, AJA 77 (1973), σελ.413-424: η κεραμική ανάγεται στον 6ο αι. π.Χ. Την άποψη της Love συμμερίζονται οι εξής: Cahn, H.A., Knidos. Die Münzen des sechsten und des fünften Jahrhunderts v.Chr. (Antike Münzen und geschnittene Steine 6, Berlin 1970), σελ. 5 και 11· Stampolidis, N.C., “Der Nymphenaltar in Knidos und der Bildhauer Theon aus Antiochia”, AA (1984), 113-127· Demand, N., “Did Knidos really move? The literary and epigraphical evidence”, ClAnt 8 (1989), σελ. 224-237· Blümel, W., Die Inschriften der Rhodischen Peraia (IK 38, Bonn 1991), σελ. 131-132.

52. Bresson, A., “Cnide à l’époque classique: la cité et ses villes”, REA 101 (1999), σελ. 83-114.

53. Ο Müller, D., Topographischer Bildkommentar zu den Historien Herodots. Kleinasien und angrenzende Gebiete mit Südostthrakien und Zypern (Tübingen 1997), σελ. 313-315, φωτ. 10-13, θεωρεί τη θέση ως την αρχική εγκατάσταση της Κνίδου, ενώ οι Bean, G.E. – Cook, J.M., “The Cnidia”, BSA 47 (1952), σελ. 209, τοποθετούν εκεί το Τριόπιον, άποψη που δεν ακολουθήθηκε σχεδόν από κανένα μελετητή.

54. Ο Παυσανίας, 5.24.7, αναφέρει το αφιέρωμα ενός αγάλματος του Δία στην Ολυμπία από τους «εν Κνίδω Χερρονησίους». Βλ. επίσης Αιλ., Ποικ.Ιστ. ΙΙ, 33· Στεφ. Βυζ., βλ. λ. «Χερρονήσιοι». Γενικά Bresson, A., “Cnide à l’époque classique: la cité et ses villes”, REA 101 (1999), σελ. 104-113.

55. Σκύλαξ 99.

56. Newton, C.T., A history of discoveries at Halicarnasus, Cnidus and Branchidae, ΙΙ (London 1863), σελ. 168. Το Τριόπιον αναφέρεται ως ξεχωριστή οντότητα: Θουκ. 8.35· [Σκύλαξ], 99· Στεφ. Βυζ., βλ. λ. «Τριόπιον»· Πλούτ., Κίμων 12· Αρρ. ΙΙ, 5.7.

57. Berges, D., “Knidos und das Bundesheiligtum der dorischen Hexapolis”, Nürnberger Blätter zur Archäologie 12 (1995-1996), σελ. 103-120. Berges, D. – Tuna, N., “Ein Heiligtum bei Alt-Knidos”, AA (1990), σελ. 19-35 και “Apollonheiligtum von Emecik”, IstMitt 50 (2000), σελ. 171-214.

58. Για το τείχος, βλ. McNicoll, A.W., Hellenistic Fortifications from the Aegean to the Euphrates (Oxford 1997), σελ. 54-60· Pimouguet-Pédarros, I., Archéologie de la défense. Histoire des fortifications antiques de Carie, époques classique et hellénistique (Besançon 2000), σελ. 368-370. Για το πολεμικό λιμάνι, βλ. Krischen, F., Die griechische Stadt (Berlin 1938), πίν. 2· Κουτσούμπα, Δ. – Παλαιοθόδωρος, Δ. (επιμ.), Παράλια της Μικράς Ασίας. Αρχαιολογικός Άτλας (Αθήνα 2005), σελ. 220.

59. Στράβ. 14.2.6.

60. Love, I.C., “Preliminary Report of the Excavations at Knidos, 1970, 1971”, AJA 76 (1972), σελ. 70-75 και 402-405 και “Preliminary Report of the Excavations at Knidos, 1972”, AJA 77 (1973), σελ. 419-424.

61. Οι φιλολογικές πηγές για το ναό και το άγαλμα έχουν συγκεντρωθεί από το Stewart, A., Greek Sculpture. An Exploration (New Haven – London 1990), σελ. 279-280, Τ95-100.

62. Newton, C.T., A history of discoveries at Halicarnasus, Cnidus and Branchidae ΙΙ (London 1863), σελ. 443-449· Love, I.C., “Preliminary Report of the Excavations at Knidos, 1971”, AJA 76 (1972),  σελ. 394-395.

63. Stampolidis, N.C., “Der Nymphenaltar in Knidos und der Bildhauer Theon aus Antiochia”, AA (1984), σελ. 113-127.

64. Newton, C.T., A history of discoveries at Halicarnasus, Cnidus and Branchidae ΙΙ (London 1863), σελ. 375-426. Για το άγαλμα, βλ. Ashmole, B., “Demeter of Cnidus”, JHS 71 (1951), σελ. 13-28.

65. Newton, C.T., A history of discoveries at Halicarnasus, Cnidus and Branchidae ΙΙ (London 1863), σελ. 367 κ.ε.· Love, I.C., “Preliminary Report of the Excavations at Knidos, 1970”, AJA 76 (1972), σελ. 61-62.

66. Newton, C.T., A history of discoveries at Halicarnasus, Cnidus and Branchidae ΙΙ (London 1863), σελ. 449-452· Love, I.C., “Preliminary Report of the Excavations at Knidos, 1970, 1971”, AJA 76 (1972), σελ. 68-69 και 395-396· Πλίνιος, ΦΙ 36.20-21. Ο Πλίνιος αναφέρει ακόμη ένα άγαλμα του Σκόπα, την Αθηνά, αλλά είναι άγνωστο πού ήταν τοποθετημένο.

67. Love, I.C., “Preliminary Report of the Excavations at Knidos, 1970, 1971”, AJA 76 (1972), σελ. 63-64 και 391. Σώστρατος και ambulatio pensilis: Πλίνιος, ΦΙ 1.36.13.

68. Bankel, H., “Knidos. Der hellenistische Rundtempel und sein Altar. Vorbericht”, AA (1997), σελ. 51-71.

69. Waywell, G.B., “The lion from the Lion Tomb at Cnidus”, στο Palagia, O. – Coulton, W. (επιμ.), Regional Schools in hellenistic Sculpture. Proceedings of an International Conference held at Athens, March 15-17 1996 (Oxford 1997), σελ. 235-241.

70. Miranda, E., “Osservazioni sul culto d'Euploia”, Miscellanea Greca e Romana 14 (1989), σελ. 123-144.

71. Παυσ. 1.1.3.

72. Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 131-132.

73. Versnel, V.S., “Beyond cursing. The Appeal to Justice in Judicial Prayers”, στο Faraone, C. – Obbink, D. (επιμ.), Magika Hiera, Ancient Greek Magic and Religion (New York - Oxford 1991), σελ. 60-106 και “Πεπρησμένος. The Cnidian Curse Tablets and Ordeal by Fire”, στο Hägg, R. (επιμ.), Ancient Greek Cult Practice from the Epigraphic Evidence (Göteborg 1997), σελ. 145-154.

74. Διόσκουροι: Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 601, επίγραμμα του 6ου αι. π.Χ. από το Keymer. Διόνυσος: Blümel, W., Die Inschriften von Knidos 1 (IK 41, 1, Bonn 1992), αρ. 160.

75. Η απόδοση στην Κνίδο μιας κοπής με γυναικεία κεφαλή στον εμπροσθότυπο και εγκοίλου τετραγώνου στον οπισθότυπο, η οποία ακολουθεί τον αιγινητικό σταθμητικό κανόνα, έχει καταρριφθεί: Cahn, H.A., Knidos. Die Münzen des sechsten und des fünften Jahrhunderts v.Chr. (Antike Münzen und geschnittene Steine 6, Berlin 1970), σελ. 75.

76. Kraay, C.M. – Hirmer, M., Greek Coins (London 1966), αρ. 626 (στατήρας) και 627 (τριημιοβόλιον).

77. Kraay, C.M. – Hirmer, M., Greek Coins (London 1966), αρ. 628 (δραχμή). Βλ. γενικά Cahn, H.A., Knidos. Die Münzen des sechsten und des fünften Jahrhunderts v.Chr. (Antike Münzen und geschnittene Steine 6, Berlin 1970), σελ. 68 κ.ε.

78. Kraay, C.M. – Hirmer, M., Greek Coins (London 1966), αρ. 629-631, πίν. 186. Σύμφωνα με τον Kraay, H., Archaic and Classical Greek Coins (Berkeley – Los Angeles 1976), σελ. 246, η αφθονία αυτή οφείλεται σε κάποιο μεγάλο εύρημα και όχι στην ευρεία διάδοση του τύπου. Βλ. Cahn, H.A., Knidos. Die Münzen des sechsten und des fünften Jahrhunderts v.Chr. (Antike Münzen und geschnittene Steine 6, Berlin 1970), σελ. 123, 144 κ.ε.

79. Kraay, C.M. – Hirmer, M., Greek Coins (London 1966), αρ. 632.

80. Για τα νομίσματα της Κνίδου μετά το 394, βλ. Nordbø, J.H., Utmyntningen Knidos, 394 f. Kr. - ca. 210 e. Kr. (Magistergradsavhandling i Numismatikk, Oslo 1972) και “The coinage of Cnidos after 394 B.C.”, στο Proceedings of the 10th International Congress of Numismatics. Actes du 10ème Congrès international de numismatique, London, September 1986 (London 1986), σελ. 51-56.

81. Για τα νομίσματα αυτά, βλ. Schönert-Geiss, E., Die Münzprägung von Byzantion I (Berlin 1970), σελ. 126-128, αρ. 856-870, πίν. 35-36. Υπάρχουν εν πολλοίς δύο θεωρίες: σύμφωνα με την πρώτη, η συμμαχία συμπήσσεται μετά το 394 π.Χ. ενάντια στη Σπάρτη: βλ. Cawkwell, G.L., “A note on the Herakles coinage alliance of 394 B.C.”, NC (1956), σελ. 69-75 και “The ΣΥΝ Coins Again”, JHS 83 (1963), σελ. 152-154. Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, η συμμαχία ήταν φιλοσπαρτιατική και ανάγεται στο 391/390 π.Χ.: Cook, J.M. – Cook, J.M., “Cnidian Peraea and Spartan coins”, JHS 81 (1961), σελ. 66-72. Άλλες απόψεις, που τοποθετούν τις κοπές αυτές στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., δεν ευσταθούν: βλ. Debord, P., L’Asie Mineure au IVème siècle (412-323 a.C.) (Bordeaux 1999), σελ. 273-277.

82. Στην Αλεξάνδρεια, με βάση τους παλαιότερους υπολογισμούς του Fraser, P., Ptolemaic Alexandria I (Oxford 1970), σελ. 165, έχουν βρεθεί 6.860 ενσφράγιστες λαβές αμφορέων από την Κνίδο. Στη Δήλο, η παρουσία κνιδιακών αμφορέων είναι ιδιαίτερα αισθητή μετά το 140 π.Χ.: Empereur, J.-Y., “Les anses d’amphores timbrées et les amphores: aspects quantitatifs”, BCH 106 (1982), σελ. 224-225. Κνιδιακοί αμφορείς στην Αθήνα: Grace, V., “Stamped Amphora Handles found in 1931-1932”, Hesperia 3 (1934), σελ. 197-310 και “The Middle Stoa dated by Amphora Stamps”, Hesperia 54 (1985), σελ. 1-60.

83. Garlan, Y., (επιμ.), Production et commerce des amphores grecques en mer Noire (Aix-en Province 1999), σελ. 131. Για τους ενσφράγιστους κνιδιακούς αμφορείς της Ελληνιστικής περιόδου, βλ. Jefrenow, N., Die Amphorenstempel des hellenistischen Knidos (München 1995).

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>