1. Κοινότητες με στοιχειώδη οργάνωση
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι εθνοθρησκευτικές ομάδες () αποτέλεσαν τη βασική διάκριση πάνω στην οποία δομήθηκε η κοινοτική οργάνωση των οικισμών της Καππαδοκίας. Επικεφαλής της κοινότητας, και, στην περίπτωση των μεγαλύτερων οικισμών, της κάθε συνοικίας (μαχαλά), ήταν ένας , ο οποίος προερχόταν από την ίδια εθνοθρησκευτική ομάδα και εκλεγόταν από τους κατοίκους που ήταν μέλη της. Όσον αφορά τους χριστιανούς, στη συνέλευση που τον εξέλεγε συμμετείχαν τα ενήλικα άρρενα μέλη της κοινότητας, με το κατώτερο όριο ηλικίας να κυμαίνεται από τα 20 μέχρι τα 25 χρόνια. Η εκλογή επικυρωνόταν από την υπερκείμενη διοικητική αρχή, ώστε να είναι έγκυρη. Η θητεία του μουχτάρη ήταν συνήθως ετήσια και σε ορισμένες περιπτώσεις και διετής.
Κατά την άσκηση των καθηκόντων του συνεπικουρούνταν από το μουχταρικό συμβούλιο, το οποίο ήταν επίσης αιρετό, με θητεία που συνέπιπτε χρονικά με εκείνη του μουχτάρη. Τα μέλη του προέρχονταν και αυτά από τους κόλπους της κοινότητας και η εκλογή τους γινόταν ταυτόχρονα με του μουχτάρη. Ο αριθμός τους τέλος κυμαινόταν μεταξύ 4 και 7. Τους συναντάμε ως αζάδες, τσορμπατζήδες, τεσκιλέτ ή μετζίληδες.
Οι μουχτάρηδες με τα συμβούλιά τους ήταν άμεσα ενταγμένοι στον κρατικό διοικητικό μηχανισμό, του οποίου άλλωστε αποτελούσαν οργανικό τμήμα. Φρόντιζαν για την τήρηση της ασφάλειας και της τάξης, την κατανομή και την είσπραξη των φόρων, την καταγραφή των νεογέννητων αγοριών, προκειμένου να γίνει η είσπραξη του στρατιωτικού φόρου ή η παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας μετά το 1909, και τέλος για την τήρηση κτηματολογίου. Στα καθήκοντά τους τους βοηθούσαν συχνά κοινοτικοί υπάλληλοι, έμμισθοι ή μη, όπως οι διάφοροι νυχτοφύλακες, αγροφύλακες κλπ. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι όσα αναφέρθηκαν εδώ σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν απαράβατο κανόνα. Αντίθετα έχουν καταγραφεί σημαντικές αποκλίσεις από οικισμό σε οικισμό. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η κοινοτική οργάνωση όπως περιγράφηκε μέχρι εδώ κινείται σε παραδοσιακά πλαίσια, τα οποία ήταν γνωστά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από τους προηγούμενους αιώνες, πολύ πριν από την επίσημη θεσμοθέτησή τους που έγινε κατά την περίοδο του .
2. Κοινότητες με σύνθετη οργάνωση
Παράλληλα με τους μουχτάρηδες –κάποτε και ανταγωνιστικά προς αυτούς– συναντάμε συχνά και έναν ακόμα κοινοτικό διοικητικό μηχανισμό, ο οποίος αφορούσε περισσότερο από τον προηγούμενο τις καθαρά εσωτερικές υποθέσεις των χριστιανών και υπαγόταν στον αντίστοιχο μητροπολίτη, της Καισάρειας ή του Ικονίου κατά περίπτωση. Η υπέρτατη κοινοτική αρχή ήταν η δημογεροντία. Τα μέλη της ήταν αιρετά με ετήσια θητεία, η οποία ήταν δυνατό να παραταθεί και να γίνει διετής, ακόμα και τριετής σε ορισμένες περιπτώσεις. Όπως συνέβαινε και με τους μουχτάρηδες και το συμβούλιό τους, οι υποψήφιοι δημογέροντες ανήκαν στα ισχυρά στρώματα της κοινότητας, μιας και διέθεταν κοινωνικό κύρος, καθώς και την απαραίτητη οικονομική επιφάνεια. Στην περίπτωσή τους όμως αυτά τα προσόντα δεν ήταν πάντα αρκετά, καθώς σε κάποιους οικισμούς ήταν απαραίτητο να είναι και εγγράμματοι και να κατέχουν την τουρκική γλώσσα. Τα παραπάνω συχνά συνοδεύονταν και από μια μάλλον μεγαλύτερη ηλικία, ειδικά σε κοινότητες με υψηλά ποσοστά ανδρικής μετανάστευσης.
Ο αριθμός των δημογερόντων ποίκιλλε ανάλογα με το μέγεθος της εν λόγω κοινότητας και συνήθως κυμαινόταν μεταξύ 4 και 12. Και η δική τους εκλογή γινόταν από τη συνέλευση των ενήλικων αρρένων μελών της κοινότητας. Στη συνέχεια επικυρωνόταν από τον αρμόδιο μητροπολίτη, ο οποίος έστελνε και το αντίστοιχο έγγραφο (πιττάκιο) με το οποίο επικύρωνε την εκλογή τους.
Συχνά παρατηρούνται μερικές επικαλύψεις καθηκόντων μεταξύ μουχταρικού συμβουλίου και δημογεροντίας. Έτσι και η δημογεροντία ήταν επιφορτισμένη με την τήρηση της τάξης μεταξύ των μελών της, όπως και με την κατανομή και είσπραξη κάποιων φόρων, κυρίως του στρατιωτικού, τον οποίο έπρεπε να πληρώνουν οι χριστιανοί αντί στρατιωτικής θητείας. Εκτός αυτών φρόντιζαν για την τήρηση των άγραφων ηθικών κωδίκων που καθόριζαν την ενδεδειγμένη συμπεριφορά των μελών τους, γεγονός που αποκτούσε ξεχωριστή σημασία σε κοινότητες με πολλούς μετανάστες, οι οικογένειες των οποίων συνέχιζαν να μένουν στον οικισμό. Τέλος έπαιζαν ρόλο διαιτητή σε περιπτώσεις αντιδικίας μεταξύ μελών της κοινότητας με στόχο τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς και την αποφυγή εμπλοκής των οθωμανικών δικαστηρίων. Φρόντιζαν επίσης για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής ασχολούμενοι με ζητήματα φιλανθρωπίας και τέλος είχαν υπό την εποπτεία τους τη λειτουργία της Εκκλησίας και των σχολείων.
Τα δύο τελευταία ζητήματα ουσιαστικά τα είχαν αναθέσει σε αντίστοιχες εξειδικευμένες επιτροπές, της Εκκλησίας και του σχολείου, η οποία συχνά ονομαζόταν και εφορία των σχολείων ή εφοροεπιτροπή. Τα μέλη των επιτροπών αυτών συνήθως εκλέγονταν από τη συνέλευση των μελών της κοινότητας, κάποτε όμως ορίζονταν απευθείας από τους δημογέροντες. Ο αριθμός τους ποίκιλλε ανάλογα με το μέγεθος της εκάστοτε κοινότητας. Δεν λείπουν βέβαια και περιπτώσεις όπου η δημογεροντία αναλάμβανε απευθείας την επίβλεψη της παιδείας, γεγονός που αντανακλάται και στο όνομά της, το οποίο μετατρεπόταν σε εφοροδημογεροντία.
Η επιτροπή της Εκκλησίας ήταν υπεύθυνη για την καθαριότητα και την εύρυθμη λειτουργία των ναών, καθώς και για την οικονομική τους διαχείριση. Η εφορία των σχολείων φρόντιζε για την καλή κατάσταση των σχολικών κτηρίων και για την ανέγερση νέων, όταν αυτό κρινόταν απαραίτητο και εφικτό, την ανεύρεση και μισθοδοσία των δασκάλων, την πρόοδο και τη συμπεριφορά των μαθητών και την παροχή βοήθειας στους άπορους μαθητές. Ήταν επίσης επιφορτισμένη με τη διαχείριση της σχολικής περιουσίας και με την ανεύρεση των απαραίτητων οικονομικών πόρων. Και οι δύο επιτροπές, εκκλησιαστική και εφορία των σχολείων, με το πέρας της θητείας τους λογοδοτούσαν στη δημογεροντία για την οικονομική τους διαχείριση και παρέδιδαν το ταμείο.
Δεν υπήρχε δημογεροντία σε όλους τους οικισμούς της Καππαδοκίας, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις συγχωνευόταν με ή απορροφούνταν από το μουχταρικό συμβούλιο. Αυτό συνέβαινε συνήθως σε οικισμούς με μικρή και πρόσφατη παράδοση κοινοτικής οργάνωσης, αλλά και σε οικισμούς με περισσότερο παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες και επομένως χαμηλά ποσοστά μετανάστευσης προς αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εκκλησιαστική επιτροπή και η εφορία των σχολείων άλλωστε μπορούσαν να λειτουργούν και ανεξάρτητα από την ύπαρξη δημογεροντίας, έστω κι αν αυτό, για την εφορία τουλάχιστον, δεν αποτελούσε τον κανόνα.
Σε πολλές κοινότητες της Καππαδοκίας παρατηρήθηκε έντονη μετανάστευση προς αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας και ειδικότερα προς την Κωνσταντινούπολη, όπου βρισκόταν συχνά το πιο ζωντανό και οικονομικά ισχυρό κομμάτι του ενεργού ανδρικού πληθυσμού. Αυτό είχε αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης και αμφίδρομης σχέσης συνεργασίας και εξάρτησης μεταξύ παροικίας και «μητρόπολης». Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να εξεταστεί και η συνεργασία τους σε ζητήματα που αφορούσαν τη λειτουργία της εκπαίδευσης στον τόπο καταγωγής των μεταναστών. Η θεσμοθετημένη μορφή αυτής της συνεργασίας ήταν η λειτουργία και άλλης σχολικής εφορίας στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, παράλληλα με την τοπική. Οι δύο αυτές επιτροπές συνεργάζονταν για την επίτευξη των σκοπών τους, με την επιτροπή της Κωνσταντινούπολης ουσιαστικά να έχει τον πρώτο λόγο στις περισσότερες περιπτώσεις.
Πολύ συχνά επίσης βρίσκουμε τους μετανάστες, είτε ως άτομα είτε μέσω συντεχνιών αρχικά και συλλόγων στη συνέχεια, να ενισχύουν οικονομικά μεταξύ άλλων και τα σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας τους, να στηρίζουν οικονομικά διάφορες φιλανθρωπικές δράσεις και τέλος να χρηματοδοτούν την έκδοση βιβλίων. Δεν έλειψαν βέβαια και οι φιλεκπαιδευτικοί και φιλανθρωπικοί σύλλογοι με έδρα τον εκάστοτε οικισμό της Καππαδοκίας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως όλα τα κοινοτικά αξιώματα προσέδιδαν κοινωνικό κύρος σε όσους τα κατείχαν, με αποτέλεσμα να θεωρούνται τιμητικά, αλλά και περιζήτητα. Αυτό είχε αποτέλεσμα να σημειώνονται κατά καιρούς και ενδοκοινοτικές έριδες, μεγαλύτερης ή μικρότερης έντασης, με αφορμή την ανάδειξη των κοινοτικών αξιωματούχων.
3. Ο κανονισμός των κοινοτήτων της επαρχίας Καισαρείας
Έχει ήδη σημειωθεί ότι τουλάχιστον από την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ οι κοινοτικές αρχές των επαρχιών εξαρτώνταν διοικητικά από τον αντίστοιχο μητροπολίτη. Επί των ημερών λοιπόν του Καισαρείας Γερβασίου, και συγκεκριμένα στις 5 Δεκεμβρίου 1903, δημοσιεύτηκε στα καραμανλίδικα από αρμόδια επιτροπή ο «Κανονισμός των Κοινοτήτων της Επαρχίας Καισαρείας».1 Το έγγραφο αυτό καθορίζει λεπτομερώς τα προσόντα των υποψηφίων και τον τρόπο εκλογής της δημογεροντίας, καθώς και τα καθήκοντα των δημογερόντων. Ορίζει επίσης τη διαδικασία ανάδειξης των υπόλοιπων διοικητικών οργάνων των κοινοτήτων, τα οποία τελούσαν υπό την εποπτεία του μητροπολίτη, δηλαδή της επιτροπής της Εκκλησίας και της εφορίας των σχολείων, καθώς και τα καθήκοντά τους.
Οι συντάκτες του εγγράφου πιθανώς πήραν ως πρότυπο αντίστοιχο έγγραφο της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως από 10.10.1892,2 ενώ δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί και η επιρροή από το «Θεμελιώδη Κανονισμό» που εξέδωσε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1902 σχετικά με τη λειτουργία των κοινοτήτων.3 Ο κανονισμός αυτός αποτέλεσε το κανονιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των κοινοτήτων της Καππαδοκίας μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών, χωρίς βέβαια να καταφέρει να εξασφαλίσει την πλήρως ομοιόμορφη λειτουργία τους, εξουδετερώνοντας τις πολλές τοπικές διαφοροποιήσεις. |